ἔμφωνος

From LSJ
Revision as of 16:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμφωνος Medium diacritics: ἔμφωνος Low diacritics: έμφωνος Capitals: ΕΜΦΩΝΟΣ
Transliteration A: émphōnos Transliteration B: emphōnos Transliteration C: emfonos Beta Code: e)/mfwnos

English (LSJ)

ον, vocal, Ael.NA15.27.

Spanish (DGE)

-ον
parlante, dotado de voz (ἄνθρωποι) Ael.NA 7.17, (ὄρνιθες) Ael.NA 15.27, αὐλός Callistr.1, el coloso de Memnón, Callistr.1, τὸ Ἀργῷον σκάφος Callistr.10, τὸ ἄψυχον Chrys.M.50.615, ἔντερα de las ovejas utilizadas como cuerdas de instrumentos musicales Par.Pal.20.1.

German (Pape)

[Seite 821] stimmbegabt, Xen. Hell. 2, 4, 20, vom Herold, mit der v.l. εὔφωνος; von Thieren, Ael. H. A. 15, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμφωνος: -ον, ἔχων φωνήν, φωνητικός, Αἰλ. π. Ζ. 15. 27. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰν φωνήν, Ξεν. Ἑλλην. 2. 4, 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 doué de la voix;
2 qui a une voix sonore.
Étymologie: ἐν, φωνή.

Greek Monolingual

ἔμφωνος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει φωνή, φωνητικός, φωνήεις
2. αυτός που έχει δυνατή φωνή
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμφωνον
το να διαθέτει κανείς απλώς φωνή ή δυνατή φωνή.
επίρρ...
εμφώνως
μεγαλοφώνως, με δυνατή φωνή.

Greek Monotonic

ἔμφωνος: -ον (ἐν, φωνή), αυτός που έχει δυνατή φωνή, βροντόφωνος, ε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἔμφωνος: обладающий зычным голосом, громогласный (κῆρυξ Xen. - v.l. εὔφωνος).

Middle Liddell

ἔμ-φωνος, ον adj [ἐν, φωνή
loud of voice, Xen.