εὐεπίτακτος

From LSJ
Revision as of 18:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπίτακτος Medium diacritics: εὐεπίτακτος Low diacritics: ευεπίτακτος Capitals: ΕΥΕΠΙΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: euepítaktos Transliteration B: euepitaktos Transliteration C: evepitaktos Beta Code: eu)epi/taktos

English (LSJ)

ον, submissive, εἴς τι AP 11.73 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 1065] dem man leicht befehlen kann, gehorsam, Nicarch. 4 (XI, 73).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui obéit sans peine, docile.
Étymologie: εὖ, ἐπιτάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίτακτος: -ον, εὐχερῶς εἰς τάξιν τιθέμενος, εὐάγωγος, Ἀνθ. Π. 11. 73.

Greek Monolingual

εὐεπίτακτος, -ον (Α)
υπάκουος σε διαταγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-τακτος (< επι-τάσσω)].

Greek Monotonic

εὐεπίτακτος: -ον, αυτός που εύκολα τίθεται σε τάξη, ευπειθής, υπάκουος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐεπίτακτος: послушный, податливый (sc. γυνή Anth.).

Middle Liddell

εὐ-επίτακτος, ον
easily put in order, docile, Anth.