ὁδοιπορία
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, walking, h.Merc.85, Hp.Fract. 15 (pl.), Hdt.2.29,8.118; ὁδοιπορίαις καὶ δρόμοις γυμνάζειν X.Cyr.1.2.10; τὸ ἄδηλον τῆς ὁ. the uncertainty of the journey by road, POxy.118v.6 (iii A. D.); power of walking, Nonn.D.25.552; journey, σημαίνειν μέτρον ὁδοιπορίας IG22.2640.
German (Pape)
[Seite 293] ἡ, die Wanderung, Reise; ὁδοιπορίην ποιεῖσθαι, Her. 2, 29; plur., 8, 118; Xen. Cyr. 1, 2, 10 Oec. 20, 18; oft bei Sp., wie Hdn., Antiphil. 5 (VI, 199).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
marche, voyage ; particul. voyage par terre.
Étymologie: ὁδοιπόρος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοιπορία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ὁδοιπορία, «ταξεῖδι», δρόμος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 85, Ἱππ. Ἀγμ. 762· ὁδ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 29, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 10, κτλ.· σημαίνειν μέτρον ὁδοιπορίας Συλλ. Ἐπιγρ. 525· - ἰδίως ὁδοιπορία, «ταξῖδι» διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ διὰ θαλάσσης (πλοῦς), Ἡρόδ. 8. 118, ἐν τῷ πληθ.
English (Strong)
from the same as ὁδοιπορέω; travel: journey(-ing).
English (Thayer)
(ὁδοποιέω) ὁδοποιῶ; in Greek writings from Xenophon down, to make a road; to level, make passable, smooth, open, a way; and so also in the Sept.: ὡδοποιησε τρίβον τῇ ὀργή αὐτοῦ, for פִּלֵס, סָלַל, to construct a lever way by casting up an embankment, פִּנָּה, דֶּרֶך פִּנָּה, Song of Solomon, at least apparently, in L Tr marginal reading WH marginal reading (see ποιέω, I:1a. and c.) (with ὁδόν added, Xenophon, anab. 4,8, 8).
Greek Monolingual
η (Α ὁδοιπορία και ιων. τ. ὁδοιπορίη) οδοιπόρος
1. πορεία σε δρόμο, πεζοπορία
2. μεγάλη πορεία («ὁ oὖv Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο», ΚΔ)
αρχ.
1. το ταξίδι διά μέσου ξηράς σε αντιδιαστολή με το ταξίδι διά μέσου θαλάσσης
2. αντοχή κατά τη διάρκεια πεζοπορίας.
Greek Monotonic
ὁδοιπορία: Ιων. -ίη, ἡ, ταξίδι, διαδρομή, πεζοπορία, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὁδοιπορία: ион. ὁδοιπορίη ἡ путешествие, поездка, путь: παρὰ τὸν ποταμὸν ὁδοιπορίην ποιεῖσθαι Hom. совершать путь вдоль реки, т. е. берегом; ὁδοιπορίῃσι διαχρᾶσθαι Her. идти сухим путем.
Middle Liddell
ὁδοιπορία, ἡ,
a journey, way, Hdt., etc.
Chinese
原文音譯:Ðdoipor⋯a 何堆-坡里阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:諸路-行
字義溯源:旅行,走路,行遠路;源自(ὁδοιπορέω)=徒步旅行),由(ὁδός / ὁδοποιέω)*=道路)與(πορεύομαι)=走過)組成;其中 (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=察驗),而 (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=刺)
出現次數:總共(2);約(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 行遠路(1) 林後11:26;
2) 走路(1) 約4:6