ἀποξένωσις

From LSJ
Revision as of 10:50, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποξένωσις Medium diacritics: ἀποξένωσις Low diacritics: αποξένωσις Capitals: ΑΠΟΞΕΝΩΣΙΣ
Transliteration A: apoxénōsis Transliteration B: apoxenōsis Transliteration C: apoksenosis Beta Code: a)poce/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A living abroad, Plu. Pomp.80. 2 exile, Paul.Al.E.2 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 317] ἡ, Entfernung aus der Heimath, Aufenthalt in der Fremde, Plut. Pomp. 80.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποξένωσις: -εως, ἡ, ἡ ἀποδημία εἰς ξένον τόπον, διαμονὴ ἐν τῃ ἀλλοδαπῇ, ὡς μὴ κατὰ πάντα μέμφωμαι τὴν ἀποξένωσιν Πλουτ. Πομπ. 80, κτλ.· ἀπομάκρυνσις, ἀποχωρισμός, κατὰ τὴν ἐν ἀμφοτέραις ἐνεργείαις τοῦ μονογενοῦς τελείαν κατ’ αὐτοὺς ἀποξένωσιν Μάξ. Ὁμολ. τ. 2. σ. 60Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
séjour à l'étranger.
Étymologie: ἀποξενόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 estancia en un país extranjero διεμάχετο πρὸς τὴν ἀποξένωσιν Plu.2.649e, cf. Pomp.80.
2 exilio, destierro ἀποξενώσεις τῆς τοιαύτης στάσεως Paul.Al.25.15, cf. 56.13, πατρίδος Gr.Naz.M.35.864D, αὐτοῦ Aq.Abd.12.

Greek Monotonic

ἀποξένωσις: -εως, ἡ, διαμονή στην αλλοδαπή, μετανάστευση ή ταξίδι σε ξένο τόπο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποξένωσις: εως ἡ пребывание на чужбине Plut.

Middle Liddell

[from ἀποξενόω
a living abroad, Plut.