ἀθυρογλωττία
English (LSJ)
ἡ, impudent loquacity, Plb.8.10.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθυρογλωττία: ἡ, ἀναιδὴς φλυαρία, Πολύβ. 8. 12. 1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀθυρογλωσσία, ἀθυρογλωττία Plb.8.10.1, Cyr.Al.M.77.688C
locuacidad desenfrenada, garrulería Plb.l.c., Sch.Ar.Eq.436a, Cyr.Al.l.c., Cyr.Al.M.68.760D.
Russian (Dvoretsky)
ἀθῠρογλωττία: ἡ невоздержность на язык (πικρία καὶ ἀ. Polyb.).
Translations
Bulgarian: бъбривост; French: loquacité; Georgian: სიტყვამრავლობა, ენამრავლობა, ყბედობა; German: Geschwätzigkeit; Ancient Greek: ἀδολεσχία, ἀθυρογλωσσία, ἀθυρογλωττία, ἀθυροστομία, ἀθυροστομίη, ἀκριτομυθία, ἀμετροεπία, ἀπειρολογία, ἀπεραντολογία, γλωσσαλγία, γλωσσολογία, γλωσσομανία, εἰκαιολεσχία, λαβροσύνη, λακερολογία, λήρησις, λογοδιάρροια, παγγλωσσία, πολυλογία, στομαλγία, στωμυλία, τὸ ἀδολεσχές, τὸ ἀμετροεπές, τὸ εἰκαιόμυθον, φλεδών; Greek: φλυαρία, πολυλογία; Irish: foclaíocht; Spanish: locuacidad, garrulidad, verborrea, logorrea