δακρυσίστακτος

From LSJ
Revision as of 13:57, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρῠσίστακτος Medium diacritics: δακρυσίστακτος Low diacritics: δακρυσίστακτος Capitals: ΔΑΚΡΥΣΙΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: dakrysístaktos Transliteration B: dakrysistaktos Transliteration C: dakrysistaktos Beta Code: dakrusi/staktos

English (LSJ)

ον, in floods of tears, neuter plural as adverb, A.Pr. 400(lyr.).

Spanish (DGE)

(δακρῠσίστακτος) -ον
que derrama lágrimas δακρυσίστακτον ἀπ' ὄσσων ... λειβομένα ῥέος A.Pr.399.

German (Pape)

[Seite 519] von Thränen triefend, Aesch. Pr. 399.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dégoutte de larmes, qui épanche des larmes.
Étymologie: δάκρυ, στάζω.

Greek Monolingual

δακρυσίστακτος, -ον (Α)
1. όποιος στάζει πολλά δάκρυα
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δακρυσίστακτα
με πολλά δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυσι, τ. δοτικής (τοπικής) πληθυντικού + στακτός (πρβλ. αρμασίδουπος, ναυσίθοος, ορεσίτροφος, χερσι-δάμας).

Greek Monotonic

δακρυσίστακτος: -ον (στάζω), αυτός που στάζει δάκρυα, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακρυσίστακτος -ον [δάκρυ, στακτός] met dikke druppels tranen; n. plur. als adv.: δακρυσίστακτα in tranenvloed Aeschl. PV 399 (lyr.).

Russian (Dvoretsky)

δακρῠσίστακτος: проливающий слезы Aesch.

Middle Liddell

στάζω
dropping tears, Aesch.