διχογνώμων
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ονος, divided between two opinions, Plu.2.11c. Adv. διχογνωμόνως Poll.8.154.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que duda entre dos opiniones περὶ δὲ τοῦ ῥηθήσεσθαι μέλλοντος ἀμφίδοξός εἰμι καὶ δ. Plu.2.11c, glos. a δίφροντις Sch.A.Ch.196a.
2 disidente Poll.8.154.
II adv. διχογνωμόνως = de manera discordante Poll.8.154.
German (Pape)
[Seite 646] ον, von verschiedener Meinung, uneins, unschlüssig, Plut. ed lib. 14; adv., Poll. 8, 153.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
partagé entre deux avis contraires.
Étymologie: δίχα, γνώμη.
Greek (Liddell-Scott)
διχογνώμων: ὁ, ἡ, ὁ διῃρημένος μεταξὺ δύο γνωμῶν, Πλούτ. 2. 11C.
Greek Monolingual
διχογνώμων, -ον (Α)
διχόγνωμος.
Greek Monotonic
δῐχογνώμων: ὁ, ἡ (γνώμη), αυτός που διχάζεται μεταξύ δύο αποφάσεων, γνώμεων, δίγνωμος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διχογνώμων: 2, gen. ονος колеблющийся между двумя мнениями (ἀμφίδοξος καὶ δ. Plut.).