ἀναμονή

From LSJ
Revision as of 11:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμονή Medium diacritics: ἀναμονή Low diacritics: αναμονή Capitals: ΑΝΑΜΟΝΗ
Transliteration A: anamonḗ Transliteration B: anamonē Transliteration C: anamoni Beta Code: a)namonh/

English (LSJ)

ἡ, patient abiding, endurance, Sm.Ps.38(39).8; waiting, delay, Iamb.VP31.197, Ps.-Callisth.1.5, Sch.E.Or.1101.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 espera Iambl.VP 197.
2 perseverancia, espera paciente Sm.Ps.38.8.

German (Pape)

[Seite 198] ἡ, das Ausharren, Dulden, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμονή: ἡ, τὸ ἐν ὑπομονῇ ἀναμένειν, ὑπομονή, Ἰαμβ. Βίος Πυθ., Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1101. - «ἀναμονή, μακροθυμία» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η (Α ἀναμονή) ἀναμένω
1. το να περιμένει, να προσδοκεί κανείς κάτι ή κάποιον προσμονή, προσδοκία
2. υπομονή, καρτερία, εγκαρτέρηση
νεοελλ.
1. ησυχία, ηρεμία, άνεση
2. «αίθουσα αναμονής», ο χώρος όπου περιμένει κανείς
3. φρ. «εν αναμονή», με την προσδοκία ή τον φόβο ότι κάτι προβλέπεται να συμβεί
αρχ.
1. καθυστέρηση, αργοπορία
2. κατά τον Ησύχιο «μακροθυμία».