ἀνηπύω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
A sound, αὐλοῦ ἦχον ἀνηπύοντος Mosch.2.98. 2 c. acc., sing aloud, ὑμέναιον A.R.4.1197.
Spanish (DGE)
1 resonar, sonar αὐλοῦ ... ἦχον ἀνηπύοντος Mosch.2.98.
2 c. ac. cantar νύμφαι ... ὑμέναιον ἀνήπυον A.R.4.1197.
French (Bailly abrégé)
dire à haute voix, crier.
Étymologie: ἀνά, ἠπύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηπύω: μέλλ. -σω, = ἀναφωνέω, ἐκπέμπω φωνήν, ᾄδω, λιγὺν ἦχον ἀνηπύοντος ἀκούειν Μόσχ. 2. 98· ἱμερόενθ’ Ὑμέναιον ἀνήπυον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1197· [περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐν λ. ἠπύω].
Greek Monotonic
ἀνηπύω: μέλ. -σω, εκπέμπω φωνή, τραγουδώ, βρυχώμαι, σε Μόσχ. (βλ. ἠπύω).