εἰλυφάζω

From LSJ
Revision as of 13:01, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰλῡφάζω Medium diacritics: εἰλυφάζω Low diacritics: ειλυφάζω Capitals: ΕΙΛΥΦΑΖΩ
Transliteration A: eilypházō Transliteration B: eilyphazō Transliteration C: eilyfazo Beta Code: ei)lufa/zw

English (LSJ)

A = εἰλύω, only pres. and impf., roll along, ἄνεμος φλόγα Il.20.492. II intr., roll or whirl about, of a blazing torch, Hes. Sc.275.

Spanish (DGE)

(εἰλῡφάζω) I tr.
1 llevar haciendo círculos, mover a un lado y otro ὡς ... πῦρ ... πάντῃ τε κλονέων ἄνεμος φλόγα εἰλυφάζει Il.20.492, cf. Hes.Fr.406.
2 seguir la huellas, rastrear Hsch.
II intr. moverse en espiral ἀπ' αἰθομένων δαΐδων σέλας εἰλύφαζε χερσὶν ἐνὶ δμῳῶν Hes.Sc.275
tb. en v. med. Hsch.s.u. εἰλυφάζετο.

German (Pape)

[Seite 729] = εἰλύω, 1) ἄνεμος φλόγα, daherwälzen, wirbeln, Il. 20, 492. – 2) intrans., daherrollen, von aufwirbelndem Fackelschein, Hes. Sc. 275.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. εἰλύφαζον;
faire tournoyer, acc..
Étymologie: εἰλυφάω.

Russian (Dvoretsky)

εἰλῡφάζω:
1) вертеть, вращать, крутить (ἄνεμος φλόγα εἰλυφάζει Hom.);
2) вращаться, кружиться (ἀπὸ δαΐδων σέλας εἰλύφαζε Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰλῡφάζω: εἰλύω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., συστρέφω, ἄνεμος φλόγα Ἰλ. Υ. 492. ΙΙ. ἀμετάβ., εἰλύομαι, συστρέφομαι, περιδινοῦμαι, ἐπὶ τῆς φλογὸς πυρσοῦ, Ἡσ. Ἀσπ. 275.

Greek Monolingual

εἰλυφάζω και εἰλυφῶ (-άω) (Α)
1. συστρέφω
2. συστρέφομαι, στριφογυρίζω.

Greek Monotonic

εἰλῡφάζω: εἰλύω, μόνο σε ενεστ. και παρατ.,
I. κυλώ κατά μήκος του δρόμου (μτβ.), σε Ομήρ. Ιλ.
II. αμτβ., περιστρέφομαι ή περιδινίζομαι γύρω από ένα πυρσό, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

εἰλῡφάζω, = εἰλύω only in pres. and imperf.]
I. to roll along (trans.), Il.
II. intr. to roll or whirl about, of a torch, Hes.