πηλοφόρος

From LSJ
Revision as of 18:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → they manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous | They manage the home, and guard within the house the sea-borne wares. No house is clean or prosperous if the wife is absent.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλοφόρος Medium diacritics: πηλοφόρος Low diacritics: πηλοφόρος Capitals: ΠΗΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pēlophóros Transliteration B: pēlophoros Transliteration C: piloforos Beta Code: phlofo/ros

English (LSJ)

ον, carrying clay or mortar, ib.1290.3 (ii B.C.), Poll.7.130, Suid.

German (Pape)

[Seite 610] Lehm, Koth tragend, Suid. erkl. χειροτέχναι, μισθωτοί.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte du mortier, manœuvre.
Étymologie: πηλός, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

πηλοφόρος: -ον, ὁ φέρων πηλόν, Πολυδ. Ζ΄, 130. ― Κατὰ Σουΐδ. «πηλοφόροι, χειροτέχναι, μισθωτοί».

Greek Monolingual

ο / πηλοφόρος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργάτης που μεταφέρει πηλό με το πηλοφόρι, ο βοηθός κτίστη
μσν.-αρχ.
1. αυτός που μεταφέρει πηλό
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροτέχνης, μισθωτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -φόρος].

Greek Monotonic

πηλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει πηλό.

Middle Liddell

πηλο-φόρος, ον, φέρω
carrying clay.