πορφυροειδής

From LSJ
Revision as of 21:32, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠροειδής Medium diacritics: πορφυροειδής Low diacritics: πορφυροειδής Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: porphyroeidḗs Transliteration B: porphyroeidēs Transliteration C: porfyroeidis Beta Code: porfuroeidh/s

English (LSJ)

ές, purply, λίμνα A.Supp.529 (lyr.); ἅλς E.Tr.124 (lyr.), cf. Arist. Col.792a17. Adv. -δῶς Dsc.1.73.

German (Pape)

[Seite 686] ές, der Purpurschnecke, Purpurfarbe ähnlich, λίμνη Aesch. Suppl. 524, wie ἅλς Eur. Troad. 124. Vgl. πορφύρεος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à la pourpre.
Étymologie: πορφύρα, εἶδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυροειδής -ές [πορφύρα, εἶδος] purperachtig.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠροειδής: багряный, пурпурный (λίμνη Aesch.; ἅλς Eur.; ἀήρ Arst.).

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει χρώμα το οποίο μοιάζει με πορφυρό, που θυμίζει πορφύρα
(α. «πορφυροειδὴς λίμνα», Αισχύλ.
β. «πορφυροειδὴς ἅλς», Ευρ.)
νεοελλ.
φρ. «πορφυροειδής ιστός»
(πετρογρ.) ιστός εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία οι μεγαλύτεροι κρύσταλλοι, οι φαινοκρύσταλλοι, βρίσκονται μέσα σε μικροκρυσταλλική κύρια μάζα.
επίρρ...
πορφυροειδῶς Α
με χρώμα που μοιάζει με πορφυρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -ειδής].

Greek Monotonic

πορφῠροειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με πορφύρα, πορφυρός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροειδής: -ές, ὅμοιος πορφύρᾳ, κλίνων εἰς τὸ πορφυροῦν, λίμνη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 529· ἃλς Εὐρ. Τρῳ. 124, πρβλ. Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 4· καὶ ἴδε πορφύρω. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 99.

Middle Liddell

πορφῠρο-ειδής, ές εἶδος
purple-like, purply, Eur.