στάλιξ

From LSJ
Revision as of 22:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάλιξ Medium diacritics: στάλιξ Low diacritics: στάλιξ Capitals: ΣΤΑΛΙΞ
Transliteration A: stálix Transliteration B: stalix Transliteration C: staliks Beta Code: sta/lic

English (LSJ)

[ᾰ], ῐκος, ἡ, (στέλλω) stake to which nets are fastened, Theoc.Ep.3, AP6.109 (Antip.), Plu.Pel.8, Tryph.222, etc.; distinguished from σχαλίς, Opp.C.1.151,157, Poll.5.19,31, 10.141.

German (Pape)

[Seite 929] ικος, ἡ, dor. statt σταλίς; Ep. ad. 666 (VII, 338); ἰθύτονοι, Alc. Mit. 2 (VI, 187); πυρὶ θηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας, A ntp. Sid. 17 (VI, 109); S. Emp. adv. phys. 1, 3; Poll. 5, 19.

French (Bailly abrégé)

ικος (ἡ) :
pieu qui retient les filets des chasseurs.
Étymologie: DELG plutôt ἵστημι que στέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στάλιξ -ικος, ἡ [~ ἵστημι?] paal (waaraan netten worden vastgemaakt).

Russian (Dvoretsky)

στάλιξ: ικος (ᾰ) ἡ кол, жердь, шест (для укрепления сетей) Theocr., Plut., Sext., Anth.

Greek Monolingual

-ικος, ἡ, Α
1. πάσσαλος, κυρίως αυτός στον οποίο δένονται τα κυνηγετικά δίχτια
2. (κατά τον Ησύχ.) «στήλη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί είτε από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σταλ- του στέλλω (πρβλ. στήλη) είτε, πιθανότερα, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- του ἵστημι, με υγρό ένθημα -l- και παρέκταση -ι-κ-ς (πρβλ. κλᾴξ < κλāF-ι-κ-ς
βλ. και λ. κλείδα)].

Greek Monotonic

στάλιξ: -ῐκος, ἡ (στᾰλῆναι), πάσαλλος στον οποίο προσδένονται τα δίχτυα, σε Ξεν., Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

στάλιξ: -ῐκος, ἡ, (√ΣΤΑΛ, στέλλω) πάσσαλος εἰς ὃν δίκτυα προσδένονται, «πάσσαλοι. ξύστραι. στῆλαι» Ἡσύχ., Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3, Πλουτ. Πελοπ. 8, Ἀνθ. Π. 6. 109, κτλ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ σχαλίς, Ὀππ. Κυν. 1. 150, 157, Πολυδ. Ε΄, 19, 31, Γ΄, 141.

Frisk Etymological English

-ικος
Grammatical information: f.
Meaning: plug or post for fastening a hunting-net (Theoc., Plu., Opp., Poll. a. o.).
Derivatives: Besides στάλιδας (-ίδας?) τοὺς κάμακας η χάρακας H. (σταλίδων X. Cyn. 2, 8 codd.; σχαλίδων Steph.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Suffixchange as in κλαϊκ-: κληιδ- (s. κλείς) a.o. (Schwyzer 496; cf. also Specht Ursprung 211 a. 233). Further analysis uncertain; both στέλλω and ἵστημι (with λ-suffix) can be considered (WP. 2, 644). As the nearest basis one could posit a zero grade noun *σταλ(ο)-.

Middle Liddell

στάλιξ, ῐκος, [στᾰλῆναι]
a stake to which nets are fastened, Xen., Theocr.

Frisk Etymology German

στάλιξ: -ικος
{stáliks}
Grammar: f.
Meaning: Pflock oder Pfosten zum Festmachen des Jagdnetzes (Theok., Plu., Opp., Poll. u. a.).
Derivative: Daneben στάλιδας (-ίδας?)· τοὺς κάμακας ἢ χάρακας H. (σταλίδων X. Kyn. 2, 8 codd.; σχαλίδων Steph.).
Etymology: Suffixwechsel wie in κλαϊκ-: κληιδ- (s. κλείς) u.a. (Schwyzer 496; vgl. noch Specht Ursprung 211 u. 233). Weitere Analyse unsicher; sowohl στέλλω wie ἵστημι (mit λ-Suffix) kommen in Betracht (WP. 2, 644). Als nächste Grundlage wäre ein schwundstufiges Nomen *σταλ(ο)- anzusetzen
Page 2,776