τονθορύζω
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
or τονθορίζω, speak inarticulately, mumble, Ar.Ach.683 (troch.), Ra.747, V.614 (anap.), Luc.Deor.Conc.1, Aristaenet.2.6; gurgle, ἐτονθόρυζε ταῦρος <ὡς> νεοσφαγής A.Fr.298:—in all these passages the best codd. have the form in τονθορύζω; τονθορύξει (prob. 2sg. fut.) occurs in Herod.7.77; both forms are cited by Hsch.; τονθορίζω is found in codd. of Gal.2.689, Thom.Mag.p.352R., etc., but is never expressly mentioned by Gramm.; cf. ὑποτονθορύζω.— Rarer collat. forms, τονθολυγέω, gurgle, Pherecr.108.4; distinguished from τανθαρύζω (q.v.) by Ptol.Asc.p.410H., Ammon.Diff.p.79V.; τονθρύζω, Herod.8.8, Opp.C.2.541, 3.169 (recognized as Att. along with τονθορύζω by Phryn.336, cf. PSp.115 B.); cf. τονθρύς, ἡ, muttering, Hsch.; τονθορυστής, οῦ, ὁ, mutterer, = γογγυστής, Aq.Pr.16.28; τονθρυσμός and τονθορυσμός, ὁ, Phryn.336. (Prob. onomatop.)
German (Pape)
[Seite 1127] u. τονθορίζω, undeutlich reden, murmeln, murren; Ar. Ach. 653 Vesp. 614; der Schol. zur ersten Stelle sagt λάθρα φθεγγόμενοι, ὑπότρομοι, τὰ χείλη κινοῦντες; vgl. Opp. Cyn. 3, 169 u. Phryn. in B. A. 67.
French (Bailly abrégé)
faire entendre un bruit confus ; gronder, murmurer.
Étymologie: DELG apparenté à θόρυβος, θρυλέω.
Russian (Dvoretsky)
τονθορύζω: бормотать, ворчать Arph., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
τονθορύζω: ἢ -ίζω, γογγύζω, ψιθυρίζω, κρύφα καὶ κατ’ ἐμαυτὸν μετὰ γογγυσμοῦ τι λέγω, κοινῶς «μουρμουρίζω», Ἀριστοφ. Ἀχ. 683, Βάτρ. 747, Σφ. 614, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησία 1, Ἀρισταίν. 2. 6· - ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις τὰ δοκιμώματα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι τὸν τύπον εἰς -ύζω, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 358· ἀμφότεροι οἱ τύποι μνημονεύονται παρ’ Ἡσυχ.· ἕτεροι τῶν γραμμ. ἀμφισβητοῦσι περὶ τοῦ πότερος τῶν τύπων ὁ ὀρθός. - Σπανιώτεροι τύποι ἰσοδύναμοι εἶναι: τονθορυγέω ἢ -λυγέω, τονθορυγοῦντες (νῦν πομφολυγοῦντες) Φερεκράτης ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 4· τονθρύζω ἢ τονθρίζω, Ὀππ. Κυν. 2. 541., 3. 169, πρβλ. τονθρύς, ύος, ἡ, φωνή, ψιθυρισμός, Ἡσύχ.· τονθρυσμός, οῦ, ὁ, Φρυνιχ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Πιθαν. ὀνοματοπ.).
Greek Monotonic
τονθορύζω: εν χρήσει μόνο στον ενεστ., μιλάω χωρίς να εκφράζομαι με ευκρίνεια, ψιθυρίζω, μουρμουρίζω, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη).
Middle Liddell
τονθορύζω, only in pres.]
to speak inarticulately, mutter, babble, Ar. [Formed from the sound.]
Frisk Etymology German
τονθορύζω: {tonthorúzō}
Forms: Aor. -ύσαι, Fut. -ύξω, auch -ίζω und τονθρύζω,
Grammar: v.
Meaning: murmeln, undeutlich reden, röcheln (A. Fr. 298 = 630 M., Ar., Herod., Luk., Opp. u.a.).
Composita: vereinzelt m. ὑπο-, δια-,
Derivative: Davon τονθ(ο)ρυσμός m. das Murmeln (Phryn.), τονθρυστής = γογγυστής (Aq.); Rückbildung τονθρύς· φωνή H.
Etymology: Expressive Reduplikationsbildung mit Dissimilation zu θόρυβος, θρυλέω, θρέομαι (s.dd.); Suffix wie γογγύζω, γρύζω, ὀλολύζω u.a. (Schwyzer 716). — Daneben τονθολυγέω gurgeln, glucksen (Pherekr.); vgl. οἰνοφλυγέω, -φλυξ, πομφόλυξ, -ύξαι. — Zu τοιθορύσσειν s. τανθαρύζω.
Page 2,909