φοινικόπεζα
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ἡ, ruddy-footed, epithet of Demeter; prob. from the colour of ripe corn, Pi.O.6.94; also of Hecate, Id.Pae.2.77.
German (Pape)
[Seite 1296] ἡ, die Purpurfüßige, Beiwort der Demeter, Pind. Ol. 6, 94, s. Böckh explic.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
aux pieds chaussés de pourpre (ép. de Déméter).
Étymologie: φοῖνιξ¹, πέζα.
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκόπεζα: adj. f с пурпурными ногами (Δαμάτηρ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκόπεζα: ἡ, κοκκινόπους, ἐρυθρόπους, ἐπίθετον τῆς Δήμητρος, πιθαν. ἐκ τοῦ πυροῦ χρώματος τοῦ ὡρίμου σίτου, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rubicunda Ceres, ἐσχηματίσθη κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ Ὁμηρ. ἀργυρόπεζα, Πινδ. Ο. 6. 159, ἔνθα ἴδε Böckh (92).
English (Slater)
φοινῑκόπεζα with red feet of goddesses. φοινικόπεζαν Δάματρα (O. 6.94) φοινικόπεζα παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα (Pae. 2.77)
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ως προσωνυμία της θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -πεζα (< πέζα «πόδι»), πρβλ. ἀργυρό-πεζα, κυανό-πεζα].
Greek Monotonic
φοινῑκόπεζα: ἡ, αυτή που έχει κόκκινα πόδια, επίθ. για τη Δήμητρα· πιθανόν από το χρώμα του ώριμου σίτου, του Βιργίλιου rubicunda Ceres, σε Πίνδ.
Middle Liddell
φοινῑκό-πεζα, ἡ,
ruddy-footed, epithet of Demeter: prob. from the colour of ripe corn, Virgil's rubicunda Ceres, Pind.