ἀλεκτοροφωνία

From LSJ
Revision as of 17:16, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεκτοροφωνία Medium diacritics: ἀλεκτοροφωνία Low diacritics: αλεκτοροφωνία Capitals: ΑΛΕΚΤΟΡΟΦΩΝΙΑ
Transliteration A: alektorophōnía Transliteration B: alektorophōnia Transliteration C: alektorofonia Beta Code: a)lektorofwni/a

English (LSJ)

ἡ, cock-crow, i.e. third watch of night, Str.7 Fr.35, Ev.Marc.13.35.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
canto del gallo de la tercera vigilia de la noche, Str.7.fr.35, Aesop.55, Eu.Marc.13.35, Gloss.70D.
crist., como indicación del fin del ayuno pascual Const.App.5.18.2, 19.3, 7.31.5, 8.34.1.

German (Pape)

[Seite 92] ἡ, Hahnenschrei, Aesop. u. N. T.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chant du coq.
Étymologie: ἀλέκτωρ, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεκτοροφωνία:пение петухов Aesop., NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτοροφωνία: ἡ, ἡ ὥρα καθ’ ἣν φωνεῖ ὁ ἀλέκτωρ, δηλ. ἡ τρίτη φυλακὴ τῆς νυκτός, Στράβ. Ζ΄, 35, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιγ΄, 35, Αἴσωπ. καὶ Βυζ. συγγραφ.

English (Strong)

from ἀλέκτωρ and φωνή; cock-crow, i.e. the third night-watch: cockcrowing.

English (Thayer)

(ας, ἡ (ἀλέκτωρ and φωνή (Winer's Grammar, 25)), the crowing of a cock, cock-crowing: Aesop fab. 79 (44). Used of the third watch of the night: Winer s RWB under the word Nachtwachen; B. D. under the word Watches of Night>; Alex's Kitto under the word Cock-crowing; Wetstein (1752) on Sophocles Lexicon, under the word) Strabo 7, fragment 35, p. 83,24; Origen i., 825b.; Apostolic Constitutions 5,18; 5,19; 8,34).)

Greek Monolingual

ἀλεκτοροφωνία, η (AM)
1. φωνή, λάλημα κόκορα
2. το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα χαράματα, οπότε λαλούν οι πετεινοί (για τους αρχαίους η τρίτη «φυλακή» της νύχτας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ -ορος + -φωνία < -φωνος < φωνή.

Greek Monotonic

ἀλεκτοροφωνία: ἡ, (ἀλέκτωρ, φωνή), κράξιμο κόκκορα, δηλ. η τρίτη βάρδια της νύχτας, σε Αίσωπ., Κ.Δ.

Middle Liddell

ἀλέκτωρ, φωνή
cock-crow, i.e. the third watch of the night, Aesop., NTest.

Chinese

原文音譯:¢lektorofwn⋯a 阿-累克拖羅-賀你阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:不-放置-聲音(著)
字義溯源:雞啼,雞叫;由(ἀλέκτωρ)=公雞)與(φωνή)*=聲音)組成;而 (ἀλέκτωρ)出自(ἀλέκτωρ)X*=抵擋)。馬可福音描寫雞叫,既用(1) (ἀλεκτοροφωνία)=雞叫;也用(2) (ἀλέκτωρ)+ (φωνέω / ἐμφωνέω)=雞+叫
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 雞叫(1) 可13:35