ὀχλαγωγία
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
ἡ, fooling of the mob, Plu.Pyrrh.29; conventus, convicium, Gloss.
German (Pape)
[Seite 430] ἡ, das Zusammenführen, Zusammenrotten des großen Haufens, Plut. Pyrrh. 29.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d’attirer le peuple, charlatanisme.
Étymologie: ὀχλαγωγός.
Russian (Dvoretsky)
ὀχλᾰγωγία: ἡ досл. хитрое привлечение на свою сторону толпы, перен. обман, надувательство Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλᾰγωγία: ἡ, συναγωγὴ λαοῦ ἢ ὄχλου, ἀταξία τοῦ λαοῦ, Πλουτ. Πύρρ. 29.
Greek Monolingual
η (Α ὀχλαγωγία) οχλαγωγός
θορυβώδης συνάθροιση πλήθους
νεοελλ.
1. συγκέντρωση όχλου που γίνεται με θόρυβο και τείνει στη δημιουργία ταραχών
2. (κατ' επέκτ.) θόρυβος που προέρχεται από δυνατές συγκεχυμένες φωνές, οχλοβοή, βαβυλωνία, χάβρα
αρχ.
θορυβώδης συζήτηση, συνέλευση.
Greek Monotonic
ὀχλᾰγωγία: ἡ, συνάθροιση όχλου, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὀχλᾰγωγία, ἡ,
mob-oratory, Plut. [from ὀχλᾰγωγός]