τρύμη
English (LSJ)
[ῡ], ἡ, (τρύω) A hole, Sch.Ar.Nu.447. II metaph., sharp fellow, sly knave, Ar.Nu.448.
German (Pape)
[Seite 1156] ἡ, 1) das Loch, bes. das durch Reiben entstandene. – 2) übertr. wie τρίμμα, ein abgeriebener, durchtriebener, gewandter, verschmitzter Mensch, Ar. Nubb. 448.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
= τρύπη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρύμη -ης, ἡ [τρύω] boor; overdr. lepe vent.
Russian (Dvoretsky)
τρύμη: (ῡ) ἡ хитрая бестия, плут Arph.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
(κατά τον Θεόγνωστ.) «ταλαιπωρία»
αρχ.
1. οπή, τρύπα
2. μτφ. (για πρόσ.) πανούργος, πολυμήχανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύω + κατάλ. -μη (πρβλ. ρώμη, τόλμη)].
Greek Monotonic
τρύμη: [ῡ], ἡ (τρύω), οπή· μεταφ., οξύς, πανούργος ἄνθρωπος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τρύμη: [ῡ], ἡ, (τρύω) τρυμαλιά, ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447 ἐν τέλει. ΙΙ. μεταφ., ὀξύς, πανοῦργος ἄνθρωπος, Ἀριστοφ. Νεφ. 448, ἴδε Σχόλ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Middle Liddell
τρύ¯μη, ἡ, τρύω
a hole: metaph. a sharp fellow, sly knave, Ar.
Frisk Etymology German
τρύμη: {trúmē}
Forms: auch τρῦμα (Sch.) mit -άτιον (EM).
Grammar: f.
Meaning: ‘(geriebenes) Loch’ (Sch.), übertr. geriebener, abgefeimter Schläuling (Ar. Nu.448);
Derivative: Davon τρυμαλιά f. Loch (LXX, Ev. Mark. u.a.), auch sens. obscen. (Sotad.), -ῖτις· Αφροδίτη H.; zur Bildung usw. Scheller Oxytonierung 89 f. und s. ἁρμαλιά.
Etymology: Auch τρύμα (υ) = πόνος (Theognost. Kan.). — Verbalnomen zu τρύω, s.d.
Page 2,936