Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπιστεύω

From LSJ
Revision as of 08:35, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπιστεύω Medium diacritics: καταπιστεύω Low diacritics: καταπιστεύω Capitals: ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΩ
Transliteration A: katapisteúō Transliteration B: katapisteuō Transliteration C: katapisteyo Beta Code: katapisteu/w

English (LSJ)

A trust, ταῖς ἰδίαις δυνάμεσι Plb.2.3.3; τινι Hld.4.13: c. pres. or fut. inf., Id.6.7, 1.23; ἐν φίλοις LXXMi.7.5: abs., feel confidence, Plu.Lys.8, Gal.12.692. II entrust, τινὶ τὴν ἄμυναν, τὴν διοίκησιν, Zos.1.36, 3.2; ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξουσίᾳ τοσαύτης ἀρχῆς κίνδυνον Id.1.5; τινι c. inf., Sammelb. 5273.4 (v A. D.):—Pass., to be entrusted, POxy.136.8 (vi A. D.): also in pf. part., devoted, ἀνὴρ ταῖς Μούσαις -πεπιστευμένος Phalar.Ep.93.1.

German (Pape)

[Seite 1370] anvertrauen, τινί τι, Sp.; – trauen, τινί, Pol. 2, 3, 3 u. öfter; absolut, Plut. Lysand. 8.

French (Bailly abrégé)

se confier, être confiant.
Étymologie: κατά, πιστεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πιστεύω vertrouwen hebben.

Russian (Dvoretsky)

καταπιστεύω: доверять(ся), питать доверие (τινί Polyb.): πάντες ἀπεσφάγησαν οἱ καταπιστεύσαντες Plut. все (жители Милета), доверившиеся (Лисандру), были перебиты.

Greek (Liddell-Scott)

καταπιστεύω: πιστεύω πολύ, παρέχω τυφλὴν πίστιν, ἔχω πεποίθησιν, ἄνευ πτώσεως, πάντες ἀπεσφάγησαν οἱ καταπιστεύσαντες Πλουτ. Λύσ. 8· τινί, εἴς τινα, Πολύβ. 2.3, 3. ΙΙ. ἐμπιστεύομαι, τινί τι, Ζώσιμ. 1, 5 καὶ 36., 3, 2.- Παθ., μὲ ἐμπιστεύεταί τις, Φάλαρ. 2) Παθ., ὡσαύτως, μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐμπιστεύεταί τι εἰς ἐμέ, καταπιστευθεὶς τὰ τῆς πόλεως χρήματα· τὴν καταπεπιστευμένην αὐτῷ διακονίαν Φωτ. Ἐπ. 178, Βιβλ. 497, 6.

Greek Monolingual

καταπιστεύω (AM)
1. πιστεύω πολύ, έχω τυφλή πίστη σε κάποιον, έχω πεποίθηση σε κάποιον ή σε κάτικαταπιστεύω ταῖς ἰδίαις δυνάμεσι», Πολ.)
2. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον
3. φρ. α) «καταπιστεύομαι ὑπό τινος» ή «καταπιστεύομαι τινί» — μέ εμπιστεύεται κάποιος, γίνομαι αντικείμενο εμπιστοσύνης από κάποιον («ταῖς Μούσαις καταπεπιστευμένος» — που τον έχουν εμπιστευθεί οι Μούσες, Φάλαρ.)
β) «καταπιστεύομαι τι» — μού εμπιστεύεται κάποιος κάτι («καταπιστευθεὶς τὰ της πόλεως χρήματα», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πιστεύω «εμπιστεύομαι»].

Greek Monotonic

καταπιστεύω: μέλ. -σω, έχω τυφλή εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, πιστεύω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. σω
to trust, Plut.