λογομαχία
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ἡ, war about words, disputation, 1 Ep.Ti.6.4 (pl.), Porph. ap. Eus.PE14.10; title of Menippean satire by Varro, Nonius p.268 L., Porphyr.ad Hor.Sat.2.4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
combat en paroles, dispute, querelle.
Étymologie: λόγος, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
λογομᾰχία: ἡ словопрение (ζητήσεις καὶ λογομαχίαι NT).
Greek (Liddell-Scott)
λογομᾰχία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ μάχεσθαι περὶ λόγων ἢ λέξεων, φιλονικία, ἔρις, Α΄ Ἐπ. π. Τιμ. ϛ΄, 4, Εὐστ., κτλ.
English (Strong)
from the same as λογομαχέω; disputation about trifles ("logomachy"): strife of words.
English (Thayer)
λογομαχίας, ἡ (λογομαχέω), dispute about words, war of words, or about trivial and empty things: plural 1 Timothy 6:4. (Not found in secular authors.)
Greek Monolingual
η (AM λογομαχία) λογομαχώ
ζωηρή διαφωνία, φιλονικία με λόγια, διαπληκτισμός, αντεγκλήσεις.
Greek Monotonic
λογομᾰχία: ἡ, μάχη με λόγια ή λέξεις, φιλονικία, έριδα, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
a war about words, NTest. [from λογομάχος
Chinese
原文音譯:logomac⋯a 羅哥-馬希阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:放置(說)-爭論
字義溯源:爭辯言詞,舌戰,辯論;由(λόγος)=話)與(μάχομαι)*=戰爭)組成;而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 爭辯言詞(1) 提前6:4
German (Pape)
ἡ, das Streiten mit Worten, Wortgezänk, Sp., wie NT.