ἐγκεράννυμι
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
or ἐγκεραννύω, A mix, esp. wine, οἶνόν τ' ἐγκεράσασα πιεῖν Il.8.189; τρεῖς μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Eub.94.1 (cf. ἐγκίρνημι) ; ἐ. τι εἰς ὄνομα Pl.Cra.427c:—Med., mix for oneself: metaph., concoct, πρήγματα μεγάλα Hdt.5.124; ἐγκεράσασθαι παιδιάν mix in a little amusement, Pl.Plt.268d, cf. Luc.Am.19. II Pass., to be multiplied together, of numbers, Theol.Ar.45.
Spanish (DGE)
mezclar ἥλιος ... πᾶσι ... τὸ παρ' αὐτοῦ φίλτρον ἐγκεράννυσιν Plu.2.780e.
German (Pape)
[Seite 707] (s. κεράννυμι), einmischen, in Etwas mischen; οἶνον Il. 8, 188; Plat. Euthyd. 299 b; κρατῆρας ἐγκεραννύω Eubul. bei Ath. II, 36 b u. A. Auch von einem Buchstaben, πλεῖστον εἰς τὸ ὄνομα ἐνεκέρασε Plat. Crat. 427 c. – Med., oft übertr., anzetteln, anstiften, πρήγματα μεγἀλα Her. 5, 124; παιδιάν Plat. Polit. 268 d; Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐνεκέρασα;
Pass. ao. ἐνεκράθην, pf. ἐγκέκραμαι;
mêler dans : οἶνον IL mélanger du vin (dans des coupes) ; mêler l'un avec l'autre, confondre ensemble ; Pass. être mêlé ou mélangé;
Moy. ἐγκεράννυμαι se mêler à ; abs. mettre en mouvement : πρήγματα μεγάλα HDT machiner de grandes affaires.
Étymologie: ἐν, κεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκεράννῡμι: (fut. ἐγκεράσω с ᾰ) тж. med.
1 (в чем-л.) размешивать (οἶνον Hom.);
2 смешивать, примешивать, добавлять (τί τινι или τι εἴς τι, med. τι Plat.; στοιχεῖα ἐγκεκραμένα ἀλλήλοις Arst.; χρῶμα ἐγκεκραμένον Plut.);
3 med. устраивать, вызывать: ἐγκερασάμενος πρήγματα μεγάλα Her. подняв большую смуту.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκεράννῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -άσω ᾰ: - ἀναμιγνύω, ἰδίως ἐπὶ οἴνου, οἰνόν τ’ ἐγκεράσασα πιεῖν Ἰλ. Θ. 189· τρεῖς μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Εὔβουλ. ἐν «Σεμέλῃ» 1. 1 (πρβλ. ἐγκίρνημι)· ἐγκ. τι εἴς τι Πλάτ. Κρατ. 427C: - Μέσ., ἀναμιγνύω δι’ ἐμαυτόν, καὶ μεταφ., παρασκευάζω, πρήγματα μεγάλα Ἡρόδ. 5. 124· ἐγκεράσασαθαι παιδιάν, ἀναμῖξαι παιδιάν, Πλάτ. Πολιτικ. 268D.
Greek Monolingual
ἐγκεράννυμι και ἐγκεραννύω (Α)
1. (για κρασί) ανακατώνω με νερό
2. ανακατώνω
3. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, σκαρώνω.
Greek Monotonic
ἐγκεράννῡμι: ή -ύω, μέλ. -κεράσω [ᾰ], αναμειγνύω, ιδίως λέγεται για κρασί, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., αναμειγνύομαι, ανακατεύομαι· μεταφ., εφευρίσκω, φτιάχνω, παρασκευάζω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
or -ύω fut. -κεράσω
to mix in, mix, esp. wine, Il.:—Mid. to mix for oneself: metaph. to concoct, Hdt.