ἐπιχειροτονία

From LSJ
Revision as of 18:24, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχειροτονία Medium diacritics: ἐπιχειροτονία Low diacritics: επιχειροτονία Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ
Transliteration A: epicheirotonía Transliteration B: epicheirotonia Transliteration C: epicheirotonia Beta Code: e)pixeirotoni/a

English (LSJ)

ἡ, A voting by show of hands, Pl.Lg.755e; -τονίαν διδόναι, εἰ δοκεῖ..ἢ μή Arist.Ath.43.5. 2 confirmation of the powers of magistrates, D.58.27 (pl.), Arist.Ath.55.4; ἐ. αὐτῶν ἐστί..εἰ δοκοῦσιν καλῶς ἄρχειν ib.61.2. b ἐ. νόμων confirmation of the existing laws, Lex ap.D.24.20.

German (Pape)

[Seite 1003] ἡ, die Abstimmung des Volkes durch Handhochheben, νόμων Dem. 24, 20 ff., über die Gesetze; – ποιεῖν, od. διδόναι τινί, abstimmen lassen, von den πρόεδροι, 24, 50, im Gesetz. – Wahl durch solche Abstimmung, τῶν ταξιαρχῶν Plat. Legg. VI, 755 e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vote à main levée.
Étymologie: ἐπιχειροτονέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχειροτονία:
1 голосование (поднятием рук): τινός ἐπιχειροτονίαν ποιεῖν или διδόναι Dem. ставить на голосование что-л.;
2 избрание поднятием рук (τῶν ταξιαρχῶν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχειροτονία: ἡ, ψηφοφορία δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν, Πλάτ. Νόμ. 755E· νόμων ἐπιχειροτονίαν ποιεῖν Ψήφισμα παρὰ Δημ. 706. 7· ὡσαύτως, ἐπ. διδόναι αὐτόθι 716. 19· ἐπ. ἐστὶ ἢ γίγνεται αὐτόθι 706. 8 κἑξ., 1330. 17· (οἱ πρυτανεύοντες) καὶ περὶ τῆς ὀστρακοφορίας ἐπιχειροτονίαν διδόασιν Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 63. 8 (ἔκδ. Blass)· οὕτω δίδωσιν ἐν μὲν τῇ βουλῇ τὴν ἐπιχειροτονίαν, ἐν δὲ τῷ δικαστηρίῳ τὴν ψῆφον αὐτόθι σ. 80. 8.

Greek Monolingual

ἐπιχειροτονία, ἡ (Α) επιχειροτονώ
1. ψηφοφορία με ανάταση της χειρός
2. επικύρωση της εξουσίας τών αρχόντων με ψηφοφορία
3. φρ. «ἐπιχειροτονία τῶν νόμων» — επικύρωση υπαρχόντων νόμων.

Greek Monotonic

ἐπιχειροτονία: ἡ, ψηφοφορία μέσω ανάτασης χειρών, σε Δημ.

Middle Liddell

ἐπιχειροτονία, ἡ, [from ἐπιχειροτονέω
a voting by show of hands, Dem.