ὑπέρπαχυς
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
υ, exceedingly fat, Hp.Aër.15, Plu.Cat.Ma.9; very thick, πλῆθος ὑ., of πτισάνη, Hp.Acut.11; of ships, with very thick timbers, D.C.49.1. (In Hp.Aër. l. c. nom. pl. -πάχητες, v.l. -πάχυτες.)
German (Pape)
[Seite 1200] υ, übermäßig dich od. fett, Ael. V. H. 14, 7.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. εως;
excessivement gras.
Étymologie: ὑπέρ, παχύς.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρπᾰχυς: υ adj. необыкновенно тучный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπᾰχυς: υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν παχύς, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ σκάφη)» Δίων Κ. 49. 1.
Greek Monolingual
-εία, -υ / ὑπέρπαχυς, -εῖα, -υ, ΝΜΑ παχύς
υπερβολικά παχύς, τετράπαχος
μσν.-αρχ.
(για πλοία) κατασκευασμένος με πολύ χοντρά ξύλα, χοντροφτειαγμένος, ογκώδης («ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεστευάσθη [τὰ σκάφη]», Δίων Κάσσ.).