ἀναλογεῖον

Revision as of 09:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, gloss on ἀναγνωστήριον, Hsch.; manuale lectorium, Glossaria, cf. Poll.10.60, Hdn.Gr.2.457.

Spanish (DGE)

-ου, τό
atril Hdn.Gr.2.457, Poll.10.60, Hsch.s.u. ἀναγνωστήριον, Eu.Thom.A 15.2, Gloss.3.277.

German (Pape)

[Seite 196] τό, Ort zum Aufbewahren von Nechnungsbüchern, VLL.; auch Lesepult, = ἀναγνωστήριον, Poll. 10, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλογεῖον: καὶ ἀναλόγιον (μεταγ.), τό, «ἐν ᾧ τίθενται τὰ βιβλία» Σουΐδ., ἀναγνωστήριον, ἀναλόγιον, Πολυδ. 10. 60. ― «ἀναλόγιον, ἐφ’ οὗ ἐπίκειται ἅγιον Εὐαγγέλιον» Κωδιν. π. Ὀφφικ. 6. 2.

Greek Monolingual

αναλογείο και αναλογειό και αλογειό, το (ΑΜ ἀναλογεῖον)
εκκλησιαστικό κυρίως έπιπλο, επάνω στο οποίο τοποθετούνται τα βιβλία που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας ακολουθίας (βλ. και αναλόγιο)
νεοελλ.
ο χώρος γύρω από το αναλογείο (συνήθως υψηλότερος από το δάπεδο του ναού) όπου στέκονται οι ψάλτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλογεύς < ἀνάλογος < ἀναλέγω «διαβάζω ένα σύγγραμμα απ' την αρχή μέχρι το τέλος»].