ἐπιτύμβιος

From LSJ
Revision as of 18:20, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτύμβιος Medium diacritics: ἐπιτύμβιος Low diacritics: επιτύμβιος Capitals: ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΣ
Transliteration A: epitýmbios Transliteration B: epitymbios Transliteration C: epitymvios Beta Code: e)pitu/mbios

English (LSJ)

ον (also α, ον Plu.(v.infr.)) = ἐπιτυμβίδιος I, sepulchral, funerary, at a tomb, over a tomb, αἶνος, θρῆνος, A.Ag.1547(lyr.), Ch.335(lyr.);
A εὖχος APl.5.368; χοαί S.Ant.901; σῆμα Epigr.Gr.339.1 (Cyzicus); κρηπίς AP7.657.11 (Leon.), cf.Hld.4.8; Ἀφροδίτη ἐπιτυμβία = Aphrodite Epitymbia, Aphrodite of tombs, Lat. Venus Libitina, Plu.2.269b; θεοὶ ἐ. Tab.Defix.99.9.
II of an old woman 'with one foot in the grave', Alciphr.3.62.

German (Pape)

[Seite 998] auf dem Grabe, zum Grabe gehörig, αἶνος, θρῆνος, Grabgesang, Aesch. Ag. 1527 Ch. 331; χοαί, Grabspenden, Soph. Ant. 892; κρηπίς, λέκτρα, Leon. Tar. 98 Paul. Sil. 83 (VII, 657. 604); a. Sp.; – Ἀφροδίτη ἐπιτυμβία, die röm. Venus Libitina, Plut. qu. Rom. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est ou se fait sur un tombeau : Ἀφροδίτη Ἐπιτυμβία (au lieu de -ιος) PLUT = lat. Venus Libitina, à Rome ; τὰ ἐπιτύμβια offrandes faites sur un tombeau.
Étymologie: ἐπί, τύμβος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτύμβιος: и 3
1 надгробный (θρῆνος Aesch.; χοαί Soph.);
2 погребальный (λέκτρα Anth.): Ἀφροδίτη Ἐπιτυμβία Plut. (римск. Venus Libitina, богиня погребальных обрядов, отождествлявшаяся иногда с Афродитой-Венерой).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτύμβιος: -ον, = τῷ προηγ., αἶνος, θρῆνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1547, Χο. 335· χοαὶ Σοφ. Ἀντ. 901· σῆμα Συλλ. Ἐπιγρ. 3685· πρβλ. ἐπιτίμιον: - Ἀφροδίτη ἐπιτυμβία, ἡ παρὰ Ρωμαίοις Venus Libitina, Πλούτ. 2. 269Β· οὕτως, θεοὶ ἐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1034.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιτύμβιος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, στον τάφο, αυτός που βρίσκεται ή γίνεται πάνω στον τάφο (α. «και τ’ς επιτύμβιες πέτρες δροσίζει», Σολωμ.
β. «ἐπιτύμβιος λόγος», Ευστ.
γ. «κἀπιτυμβίους χοάς ἔδωκα», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το επιτύμβιο
επίγραμμα που χαράζεται πάνω στο μνήμα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτύμβιον
κωνικό κάλυμμα του κεφαλιού, κουκούλα
αρχ.
πολύ γερασμένη γυναίκα που βρίσκεται στο χείλος του τάφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τύμβος.

Greek Monotonic

ἐπιτύμβιος: -ον, = το προηγ., σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

ἐπιτύμβιος, ον = ἐπιτυμβίδιος, Aesch., Soph.]

Mantoulidis Etymological

(=ἐπιτάφιος). Σύνθετο ἀπό τό ἐπί + τύμβος (=τάφος).