ρώμη

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

Greek Monolingual

η / ῥώμη, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ρώμα, Α
1. σωματική δύναμη, σφρίγος, ισχύς, ευρωστία (α. «πρὸς τούτῳ ῥώμη σώματος τοιήδε»
Ηρόδ.)
β. «τὴν παροῦσαν νῦν ῥώμην πόλεως», Θουκ.
2. ψυχικό σθένος, θάρρος, γενναιότητα («τὴν δὲ ῥώμην τῆς ψυχῆς ἐθαύμαζον», Ξεν.)
αρχ.
1. στρατιωτική, πολεμική δύναμη, στράτευμα
2. δεινότητα, ορμή («τῆς τῶν λόγων ῥώμης», Κρατίν.)
3. πεποίθηση, εμπιστοσύνη
4. τόλμη
5. φρ. α) «οὐ μιᾷ ῥώμῃ» — όχι με τη δύναμη ενός ανθρώπου, Σοφ.
β) «ὁ μετὰ ῥώμης γιγνόμενος θάνατος» — θάνατος που επέρχεται σε κατάσταση απόλυτης ισχύος ή θάνατος που επέρχεται στο άνθος της ηλικίας κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για έναν από τους αρχαιότερους τύπους της οικογένειας του ῥώννυμι (βλ. λ. ῥώννυμι). Η λ. αρχικά σήμαινε τη φυσική δύναμη (πρβλ. υγεία, ισχύς), ενώ δήλωνε πιο έντονα από την λ. ισχύς την ενεργοποίηση και αναφερόταν συνήθως σε πολεμική ορμή ή δύναμη της ψυχής].

Mantoulidis Etymological

(=δύναμη). Ἀπό τό ρώομαι (=ὁρμῶ) ἀπό ὅπου καί τό ρώννυμι, ὅπου δές γιά παράγωγα.