στρατοπεδεία

From LSJ
Revision as of 13:42, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτοπεδεία Medium diacritics: στρατοπεδεία Low diacritics: στρατοπεδεία Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΙΑ
Transliteration A: stratopedeía Transliteration B: stratopedeia Transliteration C: stratopedeia Beta Code: stratopedei/a

English (LSJ)

ἡ, encampment, X.HG4.1.24, Aen.Tact.16.15, LXX Jo.4.3, Plb.1.48.10, al., D.H.10.23, Ael. Tact.3.3.

German (Pape)

[Seite 952] ἡ, = στρατοπέδευσις; Xen. Hell. 4, 1, 24; D. Hal. 3, 55 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
campement.
Étymologie: στρατόπεδον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατοπεδεία -ας, ἡ [στρατόπεδον] kampement, plaats van het legerkamp.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτοπεδεία: ἡ Xen., Polyb. = στρατοπέδευσις.

Greek Monolingual

η, ΝΑ στρατοπεδεύω
νεοελλ.
φρ. «υπηρεσία στρατοπεδείας»
στρ. ειδική ομάδα αξιωματικών και οπλιτών που έχει αρμοδιότητα να ανιχνεύει μια περιοχή και να βρίσκει τόπο κατάλληλο για την εγκατάσταση στρατιωτικής μονάδας
αρχ.
στρατοπέδευση.

Greek Monotonic

στρᾰτοπεδεία: ἡ, = στρατοπέδευσις, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτοπεδεία: ἡ, = στρατοπέδευσις, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 24, Διον. Ἁλ. 10. 36.

Middle Liddell

στρᾰτοπεδεία, ἡ, = στρατοπέδευσις, Xen.]