ἀφοσίωσις
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
English (LSJ)
εως, ἡ, A purification, expiation, D.H.2.52: pl., Plu.2.302b; defined as ὁσιότητος παραλελειμμένης ἀποπλήρωσις Herm.in Phdr.p.94A. 2 doing as matter of form, ἀφοσιώσεως ἕνεκεν = for form's sake, Plu.Eum.12; τιμῆς ἀφοσίωσις outward, formal respect, Id.Tim.39; κατὰ ἀφοσίωσιν Dam.Pr.171.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 purificación, expiación Ῥωμύλῳ δεινὸν ἐφαίνετο τὸ πάθος καὶ ταχείας ἀφοσιώσεως δεόμενον D.H.2.52, διὰ τί ... χρῶνται ... πρὸς τὰς ἀφοσιώσεις καὶ τοὺς καθαρμούς; Plu.2.302b.
2 realización de algo como pura fórmula, excusa, justificación οὐ τιμῆς ἀφοσίωσιν ἐπεδείκνυντο Plu.Tim.39, ἀφοσιώσεως ἕνεκεν por puro formulismo Plu.Eum.12, κατὰ ἀφοσίωσιν Dam.in Prm.171, cf. POxy.2666.2.3 (IV d.C.).
3 execración, maldición ὁμοίᾳ ἀφοσιώσει καταδικάζομεν Leo Mag.ML 54.844A.
German (Pape)
[Seite 414] ἡ, dasselbe, die Reinigung, Plut. τῆς ἀφοσιώσεως ἕνεκα, nur zum Scheine, um dem Gewissen zu genügen, Eum. 12; τιμῆς ἀφοσίωσις Timol. 39, die äußerliche, kalte Ehrenbezeugung.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 purification, expiation;
2 accomplissement d'un devoir pour la forme : ἀφοσιώσεως ἕνεκα PLUT par acquit de conscience.
Étymologie: ἀφοσιόομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀφοσίωσις: εως ἡ выполнение долга: ἀφοσιώσεως ἕνεκα Plut. для очистки совести; ἀ. τιμῆς Plut. оказание (чисто) внешних почестей.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφοσίωσις: -εως, ἡ, καθαρμός, ἁγνισμός, Διον. Ἁλ. 2. 52. 2) πρᾶξίς τις γινομένη διὰ τὸν τύπον, ἀφοσιώσεως ἕνεκα, χάριν τοῦ τύπου, Πλουτ. Εὐμ. 12· τιμῆς ἀφοσίωσις, ἐξωτερικός, τυπικὸς σεβασμός, ὁ αὐτ. Τιμολ. 39.
Greek Monotonic
ἀφοσίωσις: -εως, ἡ, εξιλέωση· ἀφοσιώσεως ἕνεκα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[From ἀφοσιόω
expiation: ἀφοσιώσεως ἕνεκα for form's sake, Plut.
Translations
purification
Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: 使純淨, 使纯净, 使潔淨, 使洁净, 純化, 纯化; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: purification; Galician: purificación; German: Reinigung; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: εξαγνισμός, κάθαρση, καθαρμός; Ancient Greek: κάθαρσις; Japanese: 浄化; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی, تخلیص, پالایش, پازش; Polish: oczyszczenie; Portuguese: purificação; Romanian: purificare, curățire; Russian: очистка, очищение; Spanish: fundición, purificación, limpia; Swedish: rening; Tagalog: pagtagnas