πόλισμα
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
ατος, τό, buildings of a city, town, sometimes = πόλις, sometimes difft. from it; of Ecbatana, Hdt.1.98; π. Πελασγικά ib.57, cf. 6.6; of Thebes, A.Th.63, al.; of Troy, S.Ph.1424; of Athens, Id.OC1496 (lyr.), cf. Ar.Av.553, 1565; ὦ π. Κεκροπίας χθονός Men.Sam.110: pl., Call.Aet. Oxy.2080.90: in Prose, Th.1.10, 4.54; of the Acropolis, Dicaearch. Hist.72; = municipium, Gloss.
German (Pape)
[Seite 656] τό, die erbau'te Stadt, die Stadt, wie πόλις; Aesch. Spt. 63. 113; ὦ γῆς ἁπάσης Ἀσιάδος πολίσματα, Pers. 245; τὸ Τρωϊκὸν πόλισμα, Soph. Phil. 1410; auch die Bürger, wie πόλις, ὁ γὰρ ξένος σὲ καὶ πόλισμα καὶ φίλους ἐπαξιοῖ δικαίαν χάριν παρασχεῖν, O. C. 1492; Eur.; Ar. Av. 553. 1565; u. in Prosa, Her. 1, 57. 98 u. sonst, Thuc. 1, 10 u. öfter, u. Folgde. Auch eine ganze angebau'te, bewohnte Landschaft.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ville;
2 réunion des citoyens, cité.
Étymologie: πολίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόλισμα -ατος, τό [πολίζω] stad; burgerij.
Russian (Dvoretsky)
πόλισμα: ατος τό
1 город (γῆς Ἀσιάδος πολίσματα Aesch.);
2 гражданская община, граждане Her., Soph., Eur., Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
πόλισμα: τό, (πολίζω) αἱ οἰκοδομαὶ πόλεώς τινος, πόλις, (Λατ. urbs κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ civitas), ἐνίοτε = πόλις, ἄλλοτε δὲ διαφέρει αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν Ἐκβατάνων, Ἡρόδ. 1. 98, πρβλ. 57· ἐπὶ τῶν Θηβῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 63, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς Τροίας, Σοφ. Φιλ. 1424· ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ., 1496· ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 553, 1565· καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Θουκ. 1. 13., 4. 54· ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως, Δικαίαρχος παρ’ Ἀθην. 594F. ΙΙ. ὁ δῆμος, Σοφ. Ο. Κ. 1496.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πολίζω
νεοελλ.
πολίχνη
αρχ.
1. το σύνολο τών οικοδομών μιας πόλης
2. πόλη
3. η ακρόπολη τών Αθηνών.
Greek Monotonic
πόλισμα: τό (πολίζω),
I. πολιτεία, πόλη, σε Ηρόδ., Αττ.
II. κοινότητα, δήμος, σε Σοφ.
Middle Liddell
πόλισμα, ατος, τό, πολίζω
I. a city, town, Hdt., Attic
II. the community, Soph.