δυσθέατος
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ον, A ill to look on, A.Pr.69 (lyr.), S.Aj.1004. II hard to see, ἀμαυρὸν αἴθυγμα καὶ δ. Plu.2.966b, cf. Ael.NA9.61.
Spanish (DGE)
(δυσθέᾱτος) -ον
1 duro de contemplar θέαμα A.Pr.69, πήματα A.Th.978, Pr.690, ὄμμα S.Ai.1004.
2 difícil de ver ἀμαυρὸν αἴθυγμα καὶ δυσθέατον ἐνιδεῖν Plu.2.966b, cf. Ael.NA 9.61.
German (Pape)
[Seite 681] 1) widrig anzusehen, schrecklich; θέαμα, πῆμα, Aesch. Prom. 69. 590; ὄμμα, Soph. Ai. 983. – 2) schwer zu sehen, undeutlich, Plut., neben ἀμαυρόν, sol. an. 10; vgl. Ael. H. A. 9, 61.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à voir, obscur;
2 pénible à voir, affreux.
Étymologie: δυσ-, θεάομαι.
Russian (Dvoretsky)
δυσθέᾱτος:
1 ужасный на вид (θέαμα Aesch.; ὄμμα Soph.);
2 малозаметный, неясный (αἴθυγμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσθέᾱτος: -ον, κακόν, δυσάρεστον θέαμα παρέχων, ἀποτρόπαιος, Αἰσχύλ. Πρ. 69, 690, Σοφ. Αἴ. 1004. ΙΙ. δυσκόλως ὁρώμενος, ἀμυδρός, σκοτεινός, Πλούτ. 2. 966Β, Αἰλ. π. Ζ. 9. 61.
Greek Monolingual
δυσθέατος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει άσχημη όψη, απαίσιος
2. αυτός που διακρίνεται δύσκολα.
Greek Monotonic
δυσθέᾱτος: -ον, δυσάρεστος στο θέαμα, αποτρόπαιος, φρικτός, φρικιαστικός, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
δυσ-θέᾱτος, ον
ill to look on, Aesch., Soph.