ἀκμής
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, also as neut., Paus.6.15.5: (κάμνω):—untiring, unwearied, Il.11.802, 15.697, S.Ant.353; πύλαι ἀ. Ὀλύμπου AP9.526 (Alph.):—also in late Prose, D.H.9.14, Paus. l.c., Plu.Cim.13, Onos.22.1.
Spanish (DGE)
-ῆτος
• Grafía: graf. fon. ἀγμής Eust.885.9
• Morfología: [neutr. en Paus.6.15.5]
1 incansable de pers. ἀκμῆτες κεκμηότας ὤσαισθε Il.11.802, cf. 16.44, 15.697, Plu.Cim.13, σῶμα Paus.6.15.5, θεός Ph.1.155, cf. D.H.2.55, Zonar.s.u. ἀκμήτης
•esp. en el ejército de refresco στρατός Hdn.3.7.4, δύναμις D.H.9.14, como subst. οὐκ ὀλίγον ὤνησαν ἀκμῆτες las tropas de refresco ayudaron no poco Onas.22.1
•tb. de anim. ταῦρος S.Ant.352
•fig. ἀκμῆτες λόγοι vigorosos (junto a ἀνθηροί) Him.63.6
•incesante Ph.1.360.
2 intocado, entero προτομὰ ἀ. Antip.Sid.3654P.
•inmarcesible, eterno πύλαι ἀκμῆτες Ὀλύμπου AP 9.526 (Alph.).
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ, τό)
non fatigué, frais.
Étymologie: ἀ, κάμνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκμής: ῆτος adj.
1 неутомленный, свежий (ἄνδρες Hom.; φύλακες Plut.; ἀθλητής Luc.);
2 незыблемый, неприступный (πύλαι Ὀλύμπου Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, ὡσαύτως ὡς οὐδ. Παυσ. 6. 15, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 428: (κάμνω): = ἀκάμας, ὁ μὴ ἀποκάμνων, ἀκαταπόνητος, Ἰλ. Λ. 802., Ο. 697, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 330, Σοφ. Ἀντ. 353· πύλας ἀκμῆτας, Ἀνθ. Π. 9. 526: ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς μεταγεν. τῶν πεζῶν, ὡς παρὰ Διονυσ. Ἁλ. 9. 14 (ἔνθα κακῶς ἀκμήτην), Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Κίμ. 13.
English (Autenrieth)
ῆτος (κάμνω): unwearied, only pl. (Il.)
Greek Monolingual
ἀκμὴς (-ῆτος), ο, η (στον Παυσ. και ως ουδ.) και ἄκμητος, -ον (Α)
ακούραστος, ακαταπόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κμης, μηδενισμένη βαθμίδα της δισύλλαβης ρίζας καμᾶ- (πρβλ. κάμα-τος) του ρήματος κάμνω.
Greek Monotonic
ἀκμής: -ῆτος, ὁ, ἡ (κάμνω) = ἀκάμας, ακούραστος, ακαταπόνητος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
Middle Liddell
κάμνω, = ἀκάμας
untiring, unwearied, Il., Soph.
German (Pape)
ῆτος, nicht ermüdet, frisch, von καμεῖν; Hom. dreimal, Il. 15.697 ἀκμῆτας καὶ ἀτειρέας, 16.44, 11.802 ῥεῖα δέ κ' ἀκμῆτες κεκμηότας ἄνδρας ἀυτῇ ὤσαιμεν (ὤσαισθε) προτὶ ἄστυ; – Arr. 5.18.2; Plut. Cim. 13; Luc. Hermot. 40; unermüdlich, ταῦρος, Hermann conj. für ἀδμής, Soph. Ant. 351; Alph. 7 (IX.526) πύλαι Ὀλύμπου ἀκμῆτες, die ewig festen.