ἱκανότης

From LSJ
Revision as of 18:45, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκᾰνότης Medium diacritics: ἱκανότης Low diacritics: ικανότης Capitals: ΙΚΑΝΟΤΗΣ
Transliteration A: hikanótēs Transliteration B: hikanotēs Transliteration C: ikanotis Beta Code: i(kano/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A sufficiency, fitness, Id.Ly.215a. II a sufficiency, παίδων Id.Lg.930c.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
suffisance :
1 quantité ou longueur suffisante;
2 aptitude, capacité.
Étymologie: ἱκανός.

Russian (Dvoretsky)

ἱκᾰνότης: ητος (ῐ) ἡ
1 достаточное количество (παίδων Plat.);
2 достаточность, (при)годность, способность, сила (ἱ. ἡμῶν ἐκ τοῦ θεοῦ NT): οὐδενὸς δεόμενος κατὰ τὴν ἵκανότητα Plat. ни в чем не нуждающийся в силу (своей) достаточности.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκανότης: -ητος, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἱκανός, ἁρμόδιος, πρόσφορος, Πλάτ. Λῦσ. 215Α. ΙΙ. ἐπάρκεια, ἐπαρκὴς ἀριθμός, παίδων δὲ ἱκανότης ἀκριβὴς ἄρρην καὶ θήλεια ἔστω τῷ νόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 930C.

English (Strong)

from ἱκανός; ability: sufficiency.

English (Thayer)

ἱκανητος, ἡ, sufficiency, ability or competency to do a thing: Plato, Lysias (p. 215. a.) quoted in Pollux; (others).)

Greek Monotonic

ἱκᾰνότης: -ητος, ἡ,
I. επάρκεια, αρμοδιότητα, καταλληλότητα, σε Πλάτ.
II. ικανότητα, επαρκής αριθμός, παροχή, στον ίδ.

Middle Liddell

ἱκᾰνότης, ητος, [from ἱ˘κᾰνός]
I. sufficiency, fitness, Plat.
II. a sufficiency, sufficient supply, Plat.

Chinese

原文音譯:ƒkanÒthj 希卡挪帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:達到 向上
字義溯源:才幹,適任,資格,能承擔的;源自(ἱκανός)=能勝任的);而 (ἱκανός)出自(Ἰκόνιον)X*=達到)。參讀 (ἱκανός)同源字
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 所能承擔的(1) 林後3:5

German (Pape)

ητος, ἡ, die Tauglichkeit, Tüchtigkeit, Plat. Lys. 215a; von der Redegewandtheit, Lys. bei Poll. 4.23. – Hinlänglichkeit, Plat. Legg. XI.930e.