ἐλάττωμα
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
ατος, τό,
A inferiority, disadvantage, D.18.237, Phld.Rh.2.29S.; ἐ. ποιεῖν Plb.6.16.3.
2 loss, defeat, IPE 12.32B15 (pl., Olbia, iii B.C.), Plb.1.32.2, Onos.32.8 (pl.), etc.
3 defect, κατὰ τὴν ὄψιν D.H.5.23; περὶ τὴν λέξιν Id.Th.35; τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα Chor.inRh.Mus.49.510; σωματικὰ ἐλαττώματα = physical defects Hierocl.p.49A., cf. Phld.Ir.p.52 W., al., Iamb.Protr.20 (v. ἐλάσσωμα).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
infériorité, désavantage.
Étymologie: ἐλασσόω.
German (Pape)
[Seite 789] τό, att. ἐλάττωμα, die Verringerung, der Verlust; ποιεῖν Pol. 6, 16, 3; τὸ κατὰ τὴν ὄψιν ἐλ., Verlust des Auges, D. Hal. 5, 23; Niederlage, Pol. 1, 32, 2, öfter, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάττωμα: τό, μειονέκτημα, Δημ. 306. 12. 2) ἀπώλεια, ἧττα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15, Πολύβ. 1 32. 2. κτλ. 3) ἐλάττωμα, ὡς καὶ νῦν, κατὰ τὴν ὄψιν Διον. Ἁλ. 5. 23.
Greek Monolingual
το (AM ἐλάττωμα)
1. μειονέκτημα
2. μειονέκτημα, σωματική ατέλεια («σωματικό ελάττωμα», «ἐλάττωμα περὶ τὴν ὄψιν», «ἐλάττωμα περὶ τὴν λέξιν»)
3. μειονέκτημα, ψυχική ή ηθική κατωτερότητα («το ελάττωμα της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)
μσν.
(για περιουσιακά στοιχεία) κατάχρηση
αρχ.
απώλεια, ήττα.
Greek Monotonic
ἐλάττωμα: -ατος, τό (ἐλαττόω), μειονέκτημα, ελάττωμα, αδυναμία, σε Δημ.
Middle Liddell
ἐλάττωμα, ατος, τό, ἐλαττόω
a disadvantage, Dem.
Translations
disadvantage
Arabic: سيئَة; Asturian: desventaya; Belarusian: нявыгаднае становішча; Bulgarian: недостатък; Catalan: desavantatge; Chinese Mandarin: 不利; Czech: nevýhoda; Danish: ulempe; Dutch: nadeel; Faroese: vansi; Finnish: haitta, varjopuoli, haittapuoli; French: désavantage; Galician: desvantaxe; German: Nachteil; Greek: μειονέκτημα; Hebrew: חיסרון; Hungarian: hátrány; Irish: míbhuntáiste; Italian: svantaggio; Japanese: 不利; Korean: 불리(不利); Norwegian Bokmål: ulempe; Nynorsk: ulempe; Polish: niekorzyść; Portuguese: desvantagem; Romanian: dezavantaj; Russian: невыгодное положение; Scottish Gaelic: ana-cothrom; Spanish: desventaja; Swedish: nackdel; Turkish: dezavantaj; Vietnamese: sự bất lợi