πορευτικός
εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep
English (LSJ)
ή,όν, A going on foot, walking, τὰ π. ζῷα, opp. πτηνά, ἑρπυστικά, νευστικά, Arist.HA487b16, al.; π. κίνησις Id.de An.432b14. II of or for a march, τὰ π. διαστήματα Plb.12.19.7; π. ἀγωγή Id.12.20.6. 2 for conveyance, ὁ π. Ἀλεξανδρεῖνος στόλος, of the cornfleet, IG14.918 (ii A.D.); ὁ στόλος… ὁ ἐκ πλοίων πορευτικῶν Arch.Pap.2.447 (Alexandria, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 682] gehend, ζῷα, Gegensatz von πτηνά, Arist. H. A. 8, 1 part. anim. 1, 3 u. Sp. – Zum Gange, Marsche gehörig; τὰ πορευτικὰ διαστήματα, Pol. 12, 19, 7; ἀγωγή, 12, 20, 6.
Russian (Dvoretsky)
πορευτικός:
1 способный передвигаться по земле (ζῷα Arst.);
2 касающийся хождения: ἡ πορευτικὴ κίνησις Arst. хождение;
3 воен. касающийся перехода, походный, маршевый (διαστήματα Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
πορευτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ πορεύηται, ὁ περιπατῶν, τὰ π. ζῷα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πτηνά, ἑρπυστικά, νευστικά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 19, κ. ἀλλ.· π. κίνησις ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 3. 9, 5. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πορείαν, τὰ π. διαστήματα Πολύβ. 12. 19, 7, πρβλ. 12. 20, 6· ὁ π. στόλος, ναυτικὴ δύναμις, Συλλ. Ἐπιγρ. 5889.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πορευτικός, -ή, -όν, ΝΑ πορεύω
1. αυτός που μπορεί να πορεύεται, να βαδίζει («τὰ δὲ πορευτικά, οἷον τὸ τῶν καρκίνων γένος», Αριστοτ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πορεία, οδοιπορικός
νεοελλ.
φρ. «πορευτικά κύτταρα»
ανατ. ονομασία τών λευκών αιμοσφαιρίων τα οποία απαντούν στον συνδετικό ιστό υπό διάφορες μορφές
αρχ.
1. (για πλοία) αυτά που συνοδεύουν τα πλοία που μεταφέρουν σίτο
2. φρ. «πορευτικός στόλος» — ναυτική δύναμη.