διχοστατέω
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
(στῆναι)
A stand apart, disagree, ὄξος τ' ἄλειφά τ'… διχοστατοῦντ' ἂν οὐ φίλως προσεννέποις A.Ag. 323; δ. λάχη Id.Eu.386 (lyr.); λόγος S.Fr.867; δ. πρός τινα E.Med. 15, Pl.R. 465b.
II feel doubts, Alex.Aphr.Pr.Praef.
Spanish (DGE)
(δῐχοστᾰτέω) 1 estar en desacuerdo, ser discordante, disentir ὄξος τ' ἀλειφά τ' ἐγχέας ταὐτῷ κύτει διχοστατοῦντ' ἂν οὐ φίλως προσεννέποις si viertes vinagre y aceite en una misma vasija deberías llamarlos enemigos en discordia A.A.323, διχοστατῶν λόγος σύγκολλα τἀμφοῖν ἐς μέσσον τεκταίνεται S.Fr.867, ἢν διχοστατῇ πόλις E.Fr.173, cf. Str.5.4.7, γῆ ... μὴ διχοστατοῦσα una tierra sin disensiones 1Ep.Clem.20.4, c. gen. λάχη θεῶν διχοστατοῦντ' A.Eu.386, c. πρός y ac. ὅταν γυνὴ πρὸς ἄνδρα μὴ διχοστατῇ E.Med.15, πρὸς τούτους ἢ πρὸς ἀλλήλους Pl.R.465b, ἀδελφοὶ πρὸς ἀλλήλους Str.14.5.2, cf. D.C.17.3.
2 vacilar, dudar c. or. complet. ὅσοι δὲ διχοστατοῦσιν, εἰ ... Alex.Aphr.Pr.1 praef.
•abs. tener dudas Herm.Sim.8.7.2.
German (Pape)
[Seite 647] auseinander treten, sich veruneinigen, Aesch. Ag. 314; πρός τινα, Eur. Med. 15; λόγος Soph. frg. 746; Plat. Rep. V 465 b. Auch = mit sich selbst uneins, unentschlossen sein, Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être séparé de, gén. ; fig. être en dissentiment, en désaccord : πρός τινα avec qqn.
Étymologie: δίχα, ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
διχοστᾰτέω:
1 расходиться, разделяться (ὄξος τ᾽ ἄλειφά τ᾽ διχοστατοῦντα Aesch.);
2 расходиться во мнениях, быть в разладе (πρός τινα Eur., Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐχοστᾰτέω: (στῆναι) ἵσταμαι χωρίς, διαφωνῶ, διχοστατῶν λόγος Αἰσχύλ. Ἀγ. 323, Εὐμ. 386· δ. πρός τινας Εὐρ. Μηδ. 15, Πλάτ. Πολ. 465Β. ΙΙ. τρέφω ἀμφιβολίας, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, 1.
Greek Monotonic
δῐχοστατέω: μέλ. -ήσω (στῆναι), διαφωνώ, έρχομαι σε αντίθεση, σε Αισχύλ.· πρόςτινα, σε Ευρ.