χρυσοχίτων

From LSJ
Revision as of 10:22, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br")

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοχίτων Medium diacritics: χρυσοχίτων Low diacritics: χρυσοχίτων Capitals: ΧΡΥΣΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: chrysochítōn Transliteration B: chrysochitōn Transliteration C: chrysochiton Beta Code: xrusoxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, in coat of gold, gold-robed, θήβα Pi.Fr.195; Λυδοί Pisand. ap. Lyd.Mag.3.64; with rind of gold, ἐλάη AP6.102 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1383] ωνος, mit, in goldenem Kleide, goldener Schaale, Rinde; Θήβα Pind. frg. 207; ἐλάη Philp. Thess. 20 (VI, 102).

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
1 à la tunique d'or;
2 à l'écorce d'or ou d'un jaune d'or.
Étymologie: χρυσός, χιτών.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοχίτων: ωνος (ῐ) adj.
1 в златотканной одежде (Θήβα Pind.);
2 с золотистой корой или листвой (ἐλάη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ χρυσοῦν περιβεβλημένος χιτῶνα, Θήβη Πινδ. Ἀποσπ. 207· ἔχων φλοιὸν χρυσοῦν ἢ χρυσίζοντα, ἐλάη Ἀνθ. Π. 6. 102.

English (Slater)

χρῡσοχῐτων with golden tunic εὐάρματε χρυσοχίτων ἱερώτατον ἄγαλμα, Θήβα fr. 195.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. αυτός που φορεί χρυσό χιτώνα («Λυδοὶ χρυσοχίτωνες», Πίνδ.)
2. μτφ. αυτός που έχει επιφάνεια η οποία χρυσίζει (α. «πέρκην... χρυσοχίτων' ἐλάην», Φίλιππ. Θεσσ.
β. «χρυσοχίτων αἴθουσα», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. σιδηρο-χίτων].

Greek Monotonic

χρῡσοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χρυσό χιτώνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

χρῡσο-χῐ́των, ωνος, ὁ, ἡ,
with coat of gold, Anth.