ἐξοικοδομέω
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
A build, Hdt.2.176, 5.62; make a building good, IG 22.463.48: metaph., τέχνην μεγάλην ἐ. Pherecr.94:—Med., Plb.1.48.11:—Pass., ἐξῳκοδόμηταί σοι τὸ τεῖχος is finished, Ar.Av.1124. 2 ἐ. κρημνόν build up a road along it, Plb.3.55.6. II unbuild, lay open, τὰς πύλας D.S.11.21, cf. Plu.Dio50.
German (Pape)
[Seite 885] ausbauen, fertig erbauen; τεῖχος Ar. Av. 1124; οἰκίας Her. 5, 62; Xen. Oec. 20, 29 u. Sp.; πύλας, die verbau'ten Thore öffnen, niederreißen, D. Sic. 11, 21; τὸ περιτείχισμα Plut. Dion. 50; – τὸν κρημνόν, einen Weg darüber bahnen, Pol. 3, 55, 6, der auch im med. ἐξοικοδομήσασθαι τεῖχος sagt, für sich aufführen, 1, 48, 11.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 achever de construire, acc.;
2 pratiquer une ouverture dans une construction, ouvrir, acc..
Étymologie: ἐξ, οἰκοδομέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοικοδομέω:
1 завершать постройкой, выстраивать, сооружать (ἱρόν Her.; οἰκίας Xen.; τεῖχος ἐξῳκοδόμηται Arph.);
2 воен. снабжать укреплениями, укреплять (κρημνόν Polyb.);
3 взламывать, разрушать (τὰς πύλας Diod.; τὸ περιτείχισμα Plut.);
4 med. отстраивать, восстанавливать (τὸ πεπτωκὸς τεῖχος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἐντελῶς, τὸ ἐν Μέμφι ἱρὸν Ἄμασίς ἐστι ὁ ἐξοικοδομήσας Ἠροδ. 2. 176., 5. 62, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1124, κλ.· μεταφ., τέχνην μεγάλην ἐξοικοδομήσας Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 8· ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῷ, Πολύβ. 1. 48, 11. 2) ἐξοικοδομεῖν τὸν κρημνόν, οἰκοδομεῖν ὁδὸν παρὰ τὸν κρημνόν, ὁ αὐτὸς 3. 35, 6. ΙΙ. κρημνίζω μέρος ᾠκοδομημένον, ἐκφράσσω, ἀνοίγω, ταύτας (τὰς πύλας) ἐξῳκοδόμησεν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνοικοδομῶ, Διόδ. 11. 21, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 50.
Greek Monotonic
ἐξοικοδομέω: μέλ. -ήσω, οικοδομώ, χτίζω εντελώς, ολοκληρώνω, αποπερατώνω οικοδόμημα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to build completely, finish a building, Hdt., Ar.