ὀγκηρός

From LSJ
Revision as of 16:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκηρός Medium diacritics: ὀγκηρός Low diacritics: ογκηρός Capitals: ΟΓΚΗΡΟΣ
Transliteration A: onkērós Transliteration B: onkēros Transliteration C: ogkiros Beta Code: o)gkhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ὄγκος B) A bulky, swollen, ὀστέα Hp.Fract.24 (Comp.); ὀ, εἰς τὸ ἄνω Id.Art.13 (Comp.). II metaph., stately, pompous, ὄνομα Demetr.Eloc.176; τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διᾴγειν X.HG3.4.8; ἐν τραγῳδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Longin.3.1; τὸ ὀ. bombast, Arist.EN1127b24 : irreg. Comp. ὀγκότερος (formed from ὄγκος) Id.Pr.966a2 : Sup. ὀγκότατος AP12.187 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 290] von großer Masse, großem Umfange, Arist. probl. 10, 54; prachtvoll, gew. tadelnd, τῆς βασιλείας ὀγκηρόεερον διάγειν, mit mehr Pracht leben, mit dem Nebenbegriff des Aufgeblasenen, Xen. Hell. 3, 4, 8; Sp. – Auch vom Styl, τὸ ὀγκηρόν, = ὄγκος, Arist. eth. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
volumineux, gros, enflé, gonflé ; fig. τὸ ὀγκηρόν enflure (du style, etc.).
Étymologie: ὄγκος².

Russian (Dvoretsky)

ὀγκηρός:
1 раздутый, большой, крупный, Arst.;
2 надутый, пышный Xen., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκηρός: -ά, -όν, (ὄγκος Β) ὀγκώδης, ἐξῳδηκώς, «πρησμένος», ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 767· ὀγκ. εἰς τὸ ἄνω ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790. ΙΙ. μεταφ., ἔχων ὄγκον, πομπώδης, ὄνομα Δημ. Φαληρ. 176. τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διάγειν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 8· ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Λογγῖν. 3· ― τὸ ὀγκ., τὸ ὀχληρόν, τὸ προξενοῦν ἐνόχλησιν εἰς ἄλλους, ἀλλὰ ἀποφεύγοντες τὸ ὀγκηρὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 14. ― Ἐν Ἀριστ. Προβλ. 37. 3, 2, ἔχομεν συγκρ. ὀγκότερος (ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ὄγκος)· ὑπερθ. ὀγκότατος, Ἀνθ. Π. 12. 187.

Greek Monolingual

ὀγκηρός, -ά, -όν (Α)
1. εξογκωμένος, ογκώδης, πρησμένος
2. μτφ. πομπώδης («ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀγκηρόν
κομπορρημοσύνη, στόμφος
4. φρ. «ὀγκηρότερον διάγειν» — το να συμπεριφέρεται κάποιος με μεγαλύτερη αλαζονεία, αλαζονικότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμηρός)].

Greek Monotonic

ὀγκηρός: -ά, -όν (ὄγκος Β), ογκώδης, διογκωμένος, πρησμένος· μεταφ., μεγαλοπρεπής, πομπώδης, σε Ξεν.· τὸ ὀγκηρόν, πρόβλημα, μπελάς, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὀγκηρός, ή, όν [ὄγκος2]
bulky, swollen:—metaph. stately, pompous, Xen.; τὸ ὀγκηρόν trouble, Arist.