κνεφάζω

From LSJ
Revision as of 12:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνεφάζω Medium diacritics: κνεφάζω Low diacritics: κνεφάζω Capitals: ΚΝΕΦΑΖΩ
Transliteration A: knepházō Transliteration B: knephazō Transliteration C: knefazo Beta Code: knefa/zw

English (LSJ)

(κνέφας) cloud over, obscure, A.Ag.131 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1459] verdunkeln, Aesch. Ag. 132 μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ στόμιον Τροίας.

French (Bailly abrégé)

obscurcir, acc..
Étymologie: κνέφας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνεφάζω [κνέφας] duister maken.

Russian (Dvoretsky)

κνεφάζω: покрывать мраком, т. е. губить (στόμιον Τροίας Aesch.).

Greek Monolingual

κνεφάζω (Α) κνέφοις
καλύπτω με σκοτάδι, σκοτίζωοἷον μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάση προτυπὲν στόμιον μέγα Τροίας», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κνεφάζω: μέλ. -άσω (κνέφας), επισκεπάζω με σύννεφα, επισκιάζω, σκοτεινιάζω, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κνεφάζω: μέλλ. -άσω, (κνέφας) ἐπικαλύπτω διὰ νέφους, ἀμαυρώνω, σκοτίζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 134.

Middle Liddell

κνεφάζω, fut. -άσω κνέφας
to cloud over, obscure, Aesch.