σύνδειπνος

From LSJ
Revision as of 18:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδειπνος Medium diacritics: σύνδειπνος Low diacritics: σύνδειπνος Capitals: ΣΥΝΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: sýndeipnos Transliteration B: syndeipnos Transliteration C: syndeipnos Beta Code: su/ndeipnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, companion at table, E.Ion 1172, X.Cyr.3.2.25, 8.2.3, LXX Si.9.16; σ. τινὰ ποιεῖσθαι X.An.2.5.27, Cyr.2.2.28; σ. τῇ γαστρί, οὐ τῇ ψυχῇ Plu.2.660b; Σύνδειπνοι, title of a satyric drama by S., Cic.QF2.16.3, etc.; members of a dining-club, opp. ξένοι, PTeb.118.4,10 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1006] mit Einem essend, Tischgenosse; Eur. Ion 1172; Xen. Cyr. 3, 2, 25, öfter; Sp., wie Luc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
convive, commensal.
Étymologie: σύν, δεῖπνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνδειπνος -ου, ὁ, ἡ [σύν, δεῖπνος] deelnemer aan een maaltijd, disgenoot, tafelgenoot.

Russian (Dvoretsky)

σύνδειπνος: ὁ и ἡ участник трапезы, сотрапезник, тж. гость Eur., Xen., Plut., Anth.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύνδειπνος, -ον, ΝΜΑ, και σύδειπνος, -η, -ο, Ν
αυτός που παρακάθεται σε δείπνο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Σύνδειπνοι
τίτλος σατυρικού δράματος του Σοφοκλέους
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύνδειπνοι
μέλη λέσχης που δειπνούσαν όλοι μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δείπνος (< δεῖπνον), πρβλ. ἀπό-δειπνος].

Greek Monotonic

σύνδειπνος: ὁ, ἡ (δεῖπνον), συνδαιτυμόνας, σύντροφος στο κοινό τραπέζι, ομοτράπεζος, Λατ. conviva, σε Ευρ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδειπνος: ὁ, ἡ, ὁ συνδειπνῶν, συνδαιτυμών, Λατ. conviva, Εὐρ. Ἴων. 1172, Ξενοφ Κύρ. 3. 2, 25., 8. 2, 3· ξ. τινα ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 5, 27· ξ. τινα ἄγομαι, λαμβάνω τινὰ μετ’ ἐμαυτοῦ εἰς δεῖπνον ὅπως συμφάγῃ εἰ καὶ αὐτὸς δὲν ἐκλήθη, Λατ. umbra (σκιά), ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 2. 2, 28· σ. τῇ γαστρί, οὐ τῇ ψυχῇ Πλούτ. 2. 660Β. ― Σατυρικόν τι δρᾶμα τοῦ Σοφ. ἐκαλεῖτο Σύνδειπνοι, Ἀποσπ. 146 κἑξ.

Middle Liddell

σύν-δειπνος, ὁ, ἡ, δεῖπνον
a companion at table, Lat. conviva, Eur., Xen.

English (Woodhouse)

guest at a feast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)