κατοικοδομέω
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
English (LSJ)
A build upon or in a place, τι δημόσιον X.Ath.3.4; τὰς ὁδούς Arist.Ath.50.2:—Pass., of the place, to be built on, LXX Ge.36.43, Str.5.4.5.
II squander in building, Plu.Publ.15 (but simply, use in building, πλίνθου τῆς -δομηθείσης PPetr.3p.141 (iii B.C.)).
III shut up in a house, Is.8.41 (s.v.l.), cf. Harp.s.v. κατῳκοδόμησε.
2 Pass., to be built up. blocked up, σανίσι D.C.66.25.
German (Pape)
[Seite 1403] bebauen, ein Gebäude worauf errichten, Xen. Ath. 3, 4; τῶν χωρίων κατοικοδομηθέντων Strab. V, 245; – verbauen, einsperren, Is. 8, 41, nach Harpocr. κατέκλεισεν εἰς οἴκημα.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 couvrir de constructions;
2 dissiper en constructions.
Étymologie: κατά, οἰκοδομέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-οικοδομέω met bouwen verspillen.
Russian (Dvoretsky)
κατοικοδομέω:
1 покрывать строениями, застраивать (τὸ δημόσιον Xen.);
2 тратить все средства на постройки Plut.;
3 запирать, заключать (τινα Isae.).
Greek Monotonic
κατοικοδομέω: μέλ. -ήσω,
I. χτίζω πάνω σε ή μέσα σε τόπο, σε Ξεν.
II. φθείρω οικοδομώντας, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κατοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἐπί τινος ἢ ἔν τινι τόπῳ, οἰκοδομῶν καταλαμβάνω τι, Ξεν. Ἀθην. 3. 4.― Παθ., ἐπὶ τόπου, οἰκοδομοῦμαι ἐπί τινος, Στράβ. 245. ΙΙ. οἰκοδομῶν φθείρω, δηλ. δαπανῶ, σπαταλῶ εἰς οἰκοδομάς, Πλουτ. Ποπλικ. 15· ἴδε κατὰ Ε. VI. ΙΙΙ. κλείω δι’ οἰκοδομῶν, Ἰσαῖ. 73. 34.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to build upon or in a place, Xen.
II. to build away, i. e. to squander in building, Plut.