δύσδαμαρ
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
αρτος, ὁ, ἡ, ill-wedded, A.Ag.1319.
German (Pape)
[Seite 677] αρτος, ἡ, durch die Gattin unglücklich, Aesch. Ag. 1292.
French (Bailly abrégé)
αρτος;
adj. m.
malheureux par sa femme.
Étymologie: δυσ-, δάμαρ.
Russian (Dvoretsky)
δύσδᾰμαρ: μαρτος adj. несчастный из-за своей жены (ἀνήρ, sc. Ἀγαμέμνων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσδᾰμαρ: αρτος, ὁ, ἡ, ἀτυχὴς ἐκ τῆς γυναικός του, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1319.
Greek Monolingual
δύσδαμαρ(-ρτος), ο (Α)
αυτός που έχει κακή σύζυγο, που ατύχησε στον γάμο του.
Greek Monotonic
δύσδᾰμαρ: -αρτος, ὁ, ἡ, ατυχής στη σύζυγο, αυτός που ατύχησε στο γάμο του, κακοπαντρεμένος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ill-wived, ill-wedded, Aesch.