γλαφυρία

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλᾰφῠρία Medium diacritics: γλαφυρία Low diacritics: γλαφυρία Capitals: ΓΛΑΦΥΡΙΑ
Transliteration A: glaphyría Transliteration B: glaphyria Transliteration C: glafyria Beta Code: glafuri/a

English (LSJ)

ἡ, elegance, Plu.Pyrrh.8 (pl.); of mathematical demonstrations, neatness, Iamb. in Nic.p.38P., al.: metaph., smoothness of manner, γ. καὶ πιθανότης Plu.2.1065d.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 talento, delicadeza, elegancia γ. καὶ πιθανότης Plu.2.1065d
plu. dotes, cualidades Plu.Pyrrh.8.
2 brillantez, claridad de demostraciones matemáticas, Iambl.in Nic.38, 39, 52, 68.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le poli (d'un métal, d'un objet en gén.) ; fig. politesse des mœurs.
Étymologie: γλαφυρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλαφυρία -ας, ἡ γλαφυρός subtiliteit, verfijning.

German (Pape)

ἡ, Glätte, Feinheit, von Marmor, Plut. Poplic. 15, Pyrrh. 8; übertragen, καὶ πιθανότης adv. Stoic. 14.

Russian (Dvoretsky)

γλᾰφῠρία: ἡ тж. pl.
1 тщательная отделка, изящество (sc. τῶν κιόνων Plut.);
2 культурность, воспитанность, тонкость, учтивость (γ. καὶ πιθανότης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

γλᾰφῠρία: ἡ, λειότης, στιλπνότης, Πλουτ. Πύρρ. 8· μεταφ., λειότης τρόπων, ἡμερότης, πρᾳότης, ὁ αὐτ. 2. 1065D.

Greek Monolingual

γλαφυρία, η (Α) γλαφυρός
1. στιλπνότητα, λειότητα
2. (στα μαθηματικά) σαφήνεια
3. (για το ύφος) η γλαφυρότητα.

Greek Monotonic

γλᾰφῠρία: ἡ, στιλπνότητα, απαλότητα ενός πράγματος ή μιας συμπεριφοράς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from γλαφυρός
smoothness, polish, Plut.