ἀλαζονία
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
German (Pape)
[Seite 88] ἡ, sp. poet, für ἀλαζονεία, Or. Sib.
Translations
Bulgarian: самохвалство; German: Angeberei, Großspurigkeit; Greek: αλαζονεία, έπαρση, οίηση, υπεροψία, κομπορρημοσύνη; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία; Russian: хвастовство, бахвальство, понты
boasting
Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: opschepperij; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: Angeben, Angabe, Großprahlerei, Prahlen, Prahlerei; Greek: αμετροέπεια, καυχησιά, καυχησιολογία, καύχος, κομπασμός, λεονταρισμοί, μεγάλα λόγια, μεγαλαυχία, μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία, μεγαλοστομίες, ξιπασιά, στόμφος, υπερβολές, φανφαρονισμός; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία, αὔχη, αὔχημα, αὔχησις, εὖγμα, εὐχωλή, καύχησις, καῦχος, κομπαγωγία, κομπασμός, κόμπασμα, κομπεία, κομπία, ψολοκομπία, κουφολογία, λάπισμα, μεγαλαυχία, μεγαλορρημονία, ὄγκος, περιαυτολογία, περπερεία, πλατυσμός, σεμνολογία, τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, τὸ μεγάλαυχον, ὑπερηφανία, ὑψηλολογία; Irish: mórtas; Latin: iactantia; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: jactancia, fanfarronería; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel