ἐπικαταίρω
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
English (LSJ)
intr., swoop down upon, νεκροῖς ὥσπερ ὄρνιν Plu.Pomp.31.
German (Pape)
[Seite 946] darüber herfallen, νεκροῖς ὥσπερ ὄρνιν ἐπικαταίρειν Plut. Pomp. 31 E.
French (Bailly abrégé)
s'abattre sur.
Étymologie: ἐπί, καταίρω.
Greek Monolingual
ἐπικαταίρω (Α)
επιτίθεμαι από ψηλά εναντίον κάποιου, όπως τα σαρκοβόρα όρνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ-αίρω «εφορμώ»].
Greek Monotonic
ἐπικαταίρω: αμτβ., ορμώ, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαταίρω: досл. опускаться, перен. набрасываться (νεκροῖς ὥσπερ ὄρνις Plut.).