κυανός

From LSJ
Revision as of 08:45, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lapis-lazzuli.
Étymologie: v. κύανος.

Greek Monolingual

-ή -ό και κυανούς, -ή, -ούν (AM κυανοῦς, -ή, -οῦν και κυάνεος, -έα, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το χρώμα του ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος
2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν
α) το χρώμα του ουρανού, γαλάζιο
β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο χρώμα (α. «πρωσικό κυανό» β. «κυανό του κοβαλτίου» γ. «κυανό του μεθυλενίου»)
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει το βαθύ χρώμα του ουρανού, βαθυγάλαζος, μπλε σκούρος («διαφέρει δέ φώκαινα δελφῑνος... καὶ τὸ χρῶμα ἔχει κυανοῦν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κατασκευασμένος από κύανο
2. μαύρος («ὣς ἄρα φωνήσασα κάλυμμ' ἕλε δῑα θεάων κυάνεον», Ομ. Ιλ.)
3. σκοτεινός, σκούροςνεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη», Ομ. Ιλ.)
4. μτφ. φοβερός, τρομερός («λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε θεόφρονα κοῦρον», Πίνδ.)
5. φρ. «κυάνεαι φάλαγγες» — πυκνά πλήθη στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + επίθημα -εος (πρβλ. πορφύρεος, χρύσεος). Ο τ. κυανοῦς < κυάνεος με συναίρεση].

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνός:
Iлазоревый камень Plat.

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνός: (только в compar.) темно-синий, иссиня-черный Anacr., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανός -οῦ, ὁ lazuursteen (lapis lazuli).