γυιοβόρος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
γυιοβόρον,gnawing the limbs, eating, μελεδῶναι (v.l. γυιοκόρος, dub. sens.) Hes.Op.66; πῦρ AP9.443 (Paul. Sil.).
Spanish (DGE)
-ον
que devora los miembros μύωψ Nonn.D.3.273, ἑλίκαι Nonn.D.9.264, σπινθήρ Nonn.D.48.59, νοῦσοι Nonn.Par.Eu.Io.3.14, μάστιξ Nonn.Par.Eu.Io.11.3
•fig. μελεδῶναι Hes.Op.66, cf. Opp.H.1.302, esp. ref. al amor βέλη AP 5.234 (Paul.Sil.), cf. 255.11, φροντίς AP 5.264 (Paul.Sil.), πῦρ AP 9.443 (Paul.Sil.).
German (Pape)
[Seite 508] Glieder fressend, abzehrend, μελεδῶναι Hes. O. 66; Sp., λιμός, φροντίς, Paul. Sil. 7. 10 (V, 255. 264).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dévore les membres.
Étymologie: γυῖον, βιβρώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυιοβόρος -ον [γυῖον, βιβρώσκω] die de ledematen verteert, hartverscheurend.
Russian (Dvoretsky)
γυιοβόρος: пожирающий члены, изнуряющий (μελεδῶναι Hes.; λιμός Anth.).
Greek Monolingual
γυιοβόρος, -ον (Α)
αυτός που κατατρώει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -βόρος (βλ. λ. βορά) (πρβλ. αιμοβόρος, κουροβόρος, κρεοβόρος)].
Greek Monotonic
γυιοβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει τα μέλη, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
γυιοβόρος: -ον, ὁ τὰ μέλη καταβιβρώσκων, μελεδῶναι (διάφ· γραφ. γυιοκόρος, μετ᾿ ἀμφιβόλου σημασίας), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 66· πῦρ Ἀνθ. Π. 9. 443.