θοίναμα

From LSJ
Revision as of 11:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοίνᾱμα Medium diacritics: θοίναμα Low diacritics: θοίναμα Capitals: ΘΟΙΝΑΜΑ
Transliteration A: thoínama Transliteration B: thoinama Transliteration C: thoinama Beta Code: qoi/nama

English (LSJ)

-ατος, τό, meal, feast, E.Or.814, Ion1495 (both lyr.), Posidon.12 J.

German (Pape)

[Seite 1213] τό, der Schmaus, das Gastmahl; Eur. Or. 812; οἰωνῶν γαμφηλαῖς θοίν. Ion 1496. S. θοίνημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
festin.
Étymologie: θοινάω.

Russian (Dvoretsky)

θοίνᾱμα: ατος τό пир, пиршество, угощение Eur.

Greek (Liddell-Scott)

θοίναμα: τό, φαγητόν, συμπόσιον, Εὐρ. ἐν Ὀρ. 814, ἐν Ἴωνι 1495· θοίνημα.

Greek Monolingual

θοίναμα, τὸ (Α) θοινώ
φαγητό, συμπόσιο («οἰκτρότατα θοινάματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

θοίνᾱμα: -ατος, τό (θοινάω), γεύμα, συμπόσιο, σε Ευρ.

Middle Liddell

θοίνᾱμα, ατος, τό, θοινάω
a meal, feast, Eur.