παλιντοκία
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
ἡ, demand for repayment of interest, Plu.2.295d.
German (Pape)
[Seite 451] ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
réclamation d'intérêts déjà payés.
Étymologie: πάλιν, τόκος.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιντοκία: ἡ требование о возврате уплаченных процентов Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιντοκία: ἡ, τὸ λαμβάνειν ὀπίσω τοὺς τόκους οὓς ἄλλοτε ἔδωκέ τις εἰς τὸν δανειστήν, «τέλος δὲ δόγμα θέμενοι, τοὺς τόκους ἀνεπράττοντο παρὰ τῶν δανειστῶν, οὓς δεδωκότες ἐτύγχανον, παλιντοκίαν τὸ γινόμενον προσαγορεύσαντες» Πλούτ. 2. 295D. ΙΙ. παλιντοκία, = παλιγγενεσία, ἡ κατὰ Ἰησοῦν Ἰσίδ. Πηλουσ. 228C.
Greek Monolingual
παλιντοκία, ἡ (Α)
1. το να λαμβάνει κάποιος εκ νέου τον τόκο ο οποίος έχει ήδη καταβληθεί
2. η παλιγγενεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τοκία (< -τόκος < τίκτω), πρβλ. ευτοκία].