ἐξοπλισία
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ἡ,
A muster of troops under arms, review, Aen.Tact.10.13 (pl.); ἐν τῇ ἐξοπλισίᾳ under arms, X.An.1.7.10, Plb.11.9.4, Str. 15.3.18, etc.
2 field-day, manoeuvres, Ael.Tact.24.1(pl.); ταῖς ἐ. γυμνάζειν Man.Hist.42.
German (Pape)
[Seite 887] ἡ, das unter die Waffen Treten u. gegen den Feind Ausrücken, Xen. An. 1, 7, 10; die Revüe, D. Sic. öfter; Pol. 10, 22, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prise d'armes.
Étymologie: ἐξοπλίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοπλῐσία: ἡ
1 надевание оружия, вооружение (ἐν τῇ ἐξοπλισίᾳ Xen.);
2 смотр войскам Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοπλῐσία: ἡ, ἐξοπλισμός, ἐν τῇ ἐξοπλισίᾳ, ἐν ᾧ χρόνῳ ὁ στρατὸς εὑρίσκετο ἐν ὅπλοις, ἐν τῇ ἐξετάσει, ἐν τῇ ἐπιθεωρήσει, Λατ. in procinctu, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 39· ἐν ταῖς ἐξοπλισίαις, ἐν ταῖς στρατιωτικαῖς ἐπιθεωρήσεσι, Διόδ. 19. 3.
Greek Monolingual
ἐξοπλισία, η (Α) έξοπλος
ο εξοπλισμός.
Greek Monotonic
ἐξοπλῐσία: ἡ, χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο στρατός βρίσκεται στα όπλα, σε Ξεν.